ἠχέω: Difference between revisions

902 bytes added ,  30 December 2018
4
(T22)
(4)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(ἤχῳ); ([[ἦχος]], [[which]] [[see]]); (from [[Hesiod]] [[down]]); to [[sound]]: (Compare: [[ἐξηχέω]], [[κατηχέω]].)  
|txtha=(ἤχῳ); ([[ἦχος]], [[which]] [[see]]); (from [[Hesiod]] [[down]]); to [[sound]]: (Compare: [[ἐξηχέω]], [[κατηχέω]].)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠχέω:''' Δωρ. [[ἀχέω]] <i>[ᾱ]</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., ηχώ, [[κροτώ]], [[βροντώ]], σε Ησίοδ.· λέγεται [[συχνά]] για το [[μέταλλο]]· <i>ἤχεσκε</i> (Ιων. παρατ.), σε Ηρόδ.· <i>τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ</i>, σε Πλάτ.· λέγεται επίσης για το [[τζιτζίκι]], [[τιτιβίζω]], [[τραγουδώ]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. ως σύστ. αντικ., <i>ἀχεῖν ὕμνον</i>, κάνω να ακουστεί, σε Αισχύλ.· <i>κωκυτόν</i>, σε Σοφ.· [[χαλκίον]] [[ἄχει]], ηχεί το [[κύμβαλο]], σε Θεόκρ. — Παθ., ἠχεῖται [[κτύπος]], παράγεται [[ήχος]], σε Σοφ.
}}
}}