3,274,919
edits
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰθύς]], -εῑα, -ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[ευθύς]], [[ίσιος]]<br /><b>2.</b> [[δίκαιος]], [[σωστός]], [[ειλικρινής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐς τὸ ἰθύ» — επί του θέματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) [[ἰθύς]] και <i>ἰθύ</i><br />α) <b>τοπ.</b> [[κατευθείαν]] [[εναντίον]] κάποιου<br />β) <b>χρον.</b> [[αμέσως]], [[ευθύς]], [[παρευθύς]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>ἰθεῑαν</i><br />[[κατευθείαν]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰθέῃ τέχνῃ» — [[αμέσως]], [[ευθύς]]<br />β) «ἐκ τῆς ἰθείης» — απευθείας, [[φανερά]], στα ίσα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἰθέως]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κατευθείαν]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἰθύς]] συνδέεται ετυμολογικά και σημασιολογικά με αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>dhu</i>- «[[ευθύς]], [[δίκαιος]]», <i>s</i><i>ā</i><i>dhati</i>, <i>s</i><i>ā</i><i>dhnoti</i> «[[πετυχαίνω]] τον στόχο μου» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>se</i>[[i]]<i>dh</i>-, <i>s</i><i>ī</i><i>dh</i>- «[[πετυχαίνω]] [[κατευθείαν]] τον στόχο μου». Ο τ. [[ἰθύς]], όπως και το [[εὐθύς]] με το οποίο συνδέεται, χρησιμοποιήθηκε και ως επίρρ. [[αντί]] τών σπανιότερων τ. <i>ἰθύ</i>, [[ἰθέως]]. Ο τ., [[τέλος]], του υπερθ. του επιρρ. [[ἰθύντατα]] πιθ. να σχηματίστηκε [[κατά]] το ρ. [[ιθύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιθύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιθύς]] (<i>η</i>), [[ιθύτης]], [[ιθύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιθύφαλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιθύβιος]], [[ιθυβόλος]], [[ιθύγραμμος]], [[ιθυδίκης]], [[ιθύδικος]], [[ιθυδρόμος]], [[ιθύθριξ]], [[ιθυκέλευθος]], [[ιθυκρήδεμνος]], [[ιθυκτέανος]], [[ιθυκυφής]], [[ιθύκυφος]], [[ιθύλορδος]], [[ιθυμάχος]], [[ιθύνους]], [[ιθυπόρος]], [[ιθυπτίων]], [[ιθύρροπος]], [[ιθυσκόλιος]], [[ιθυτενής]], [[ιθυτμής]], [[ιθύτομος]], [[ιθύτονος]], <i>ιθυτρεχής</i>, [[ιθυφανής]], [[ιθύφρων]], [[ιθυωρίη]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἰθύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[πορεία]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> (γενικώς) [[πορεία]]<br /><b>3.</b> [[πράξη]] που απαιτεί [[ταχεία]] [[εκτέλεση]]<br /><b>4.</b> [[κλίση]], [[διάθεση]], [[επιθυμία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀν' ἰθύν» — [[κατευθείαν]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[ἰθύς]], από το οποίο διαφοροποιείται (το [[ἰθύς]], <i>η</i> δεν αποτελεί δηλ. ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. [[ἰθύς]]) λόγω του μακρού -<i>υ</i>- της λ. [[έναντι]] του βραχέος του επιθ.]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰθύς]], -εῑα, -ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[ευθύς]], [[ίσιος]]<br /><b>2.</b> [[δίκαιος]], [[σωστός]], [[ειλικρινής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐς τὸ ἰθύ» — επί του θέματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) [[ἰθύς]] και <i>ἰθύ</i><br />α) <b>τοπ.</b> [[κατευθείαν]] [[εναντίον]] κάποιου<br />β) <b>χρον.</b> [[αμέσως]], [[ευθύς]], [[παρευθύς]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στην αιτ. ως επίρρ.) <i>ἰθεῑαν</i><br />[[κατευθείαν]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰθέῃ τέχνῃ» — [[αμέσως]], [[ευθύς]]<br />β) «ἐκ τῆς ἰθείης» — απευθείας, [[φανερά]], στα ίσα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἰθέως]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κατευθείαν]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[χρονοτριβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἰθύς]] συνδέεται ετυμολογικά και σημασιολογικά με αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>dhu</i>- «[[ευθύς]], [[δίκαιος]]», <i>s</i><i>ā</i><i>dhati</i>, <i>s</i><i>ā</i><i>dhnoti</i> «[[πετυχαίνω]] τον στόχο μου» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>se</i>[[i]]<i>dh</i>-, <i>s</i><i>ī</i><i>dh</i>- «[[πετυχαίνω]] [[κατευθείαν]] τον στόχο μου». Ο τ. [[ἰθύς]], όπως και το [[εὐθύς]] με το οποίο συνδέεται, χρησιμοποιήθηκε και ως επίρρ. [[αντί]] τών σπανιότερων τ. <i>ἰθύ</i>, [[ἰθέως]]. Ο τ., [[τέλος]], του υπερθ. του επιρρ. [[ἰθύντατα]] πιθ. να σχηματίστηκε [[κατά]] το ρ. [[ιθύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιθύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιθύς]] (<i>η</i>), [[ιθύτης]], [[ιθύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιθύφαλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιθύβιος]], [[ιθυβόλος]], [[ιθύγραμμος]], [[ιθυδίκης]], [[ιθύδικος]], [[ιθυδρόμος]], [[ιθύθριξ]], [[ιθυκέλευθος]], [[ιθυκρήδεμνος]], [[ιθυκτέανος]], [[ιθυκυφής]], [[ιθύκυφος]], [[ιθύλορδος]], [[ιθυμάχος]], [[ιθύνους]], [[ιθυπόρος]], [[ιθυπτίων]], [[ιθύρροπος]], [[ιθυσκόλιος]], [[ιθυτενής]], [[ιθυτμής]], [[ιθύτομος]], [[ιθύτονος]], <i>ιθυτρεχής</i>, [[ιθυφανής]], [[ιθύφρων]], [[ιθυωρίη]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἰθύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[πορεία]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> (γενικώς) [[πορεία]]<br /><b>3.</b> [[πράξη]] που απαιτεί [[ταχεία]] [[εκτέλεση]]<br /><b>4.</b> [[κλίση]], [[διάθεση]], [[επιθυμία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀν' ἰθύν» — [[κατευθείαν]] [[προς]] τα [[πάνω]], [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[ἰθύς]], από το οποίο διαφοροποιείται (το [[ἰθύς]], <i>η</i> δεν αποτελεί δηλ. ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. [[ἰθύς]]) λόγω του μακρού -<i>υ</i>- της λ. [[έναντι]] του βραχέος του επιθ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰθύς:''' ἡ, μόνο στην αιτ. <i>ἰθύν</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για [[ευθεία]] [[πορεία]]· <i>ἀν' ἰθύν</i>, = <i>ἀν' ὀρθόν</i>, [[κατευθείαν]] προς τα πάνω, [[ψηλά]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[επιχείρηση]], [[ενέργεια]] που απαιτεί [[ταχεία]] [[εκτέλεση]], <i>πᾶσαν ἐπ' ἰθύν</i>, στον ίδ.· γυναικῶν [[γνώομεν]] ἰθύν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">• [[ἰθύς]]:</b> ἰθεῖα, [[ἰθύ]], Ιων. θηλ. [[ἰθέα]], Ιων. αντί [[εὐθύς]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[κίνηση]], [[ίσιος]], [[ευθύς]], Λατ. [[rectus]], χρησιμ. από τον Όμηρ., με αυτή τη [[σημασία]] μόνο, στο επίρρ. [[ἰθύς]](βλ. κατωτ. II)· <i>ἰθείῃ τέχνῃ</i>, κατ' ευθείαν, [[αμέσως]], σε Ηρόδ.· [[ἰθεῖαν]] (ενν. <i>ὁδόν</i>), κατ' ευθείαν, Λατ. [[recta]] (ενν. [[via]]), στον ίδ.· <i>ἐκ τῆς ἰθείης</i> (ενν. <i>ὁδοῦ</i>), απευθείας, [[φανερά]], στον ίδ.· κατ' ἰθὺ [[εἶναι]], [[κατευθείαν]] [[απέναντι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[ευθύς]], [[δίκαιος]], [[ακριβής]], [[τίμιος]], ἰθεῖαγὰρ [[ἔσται]] (ἡ [[δίκη]]), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἰθείῃσι δίκῃσιν</i>, σε Ησίοδ.· ομοίως στον υπερθ., ως επίρρ., δίκηνἰθύντατα [[εἰπεῖν]], [[αποφαίνομαι]] δικαιότατα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, πρήξιες ἰθύτεραι [ῠ], σε Θέογν.· [[ἰθύς]] τε καὶ [[δίκαιος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ἰθύς]], ή σπανιότερα [[ἰθύ]], ως επίρρ., [[κατευθείαν]] προς· με γεν. αντικ., <i>ἰθὺς Δαναῶν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἰθὺς κίεν οἴκου</i>, πήγε [[κατευθείαν]] προς τον οίκο (δηλ. τη [[σκηνή]] του Αχιλλέα), στο ίδ.· <i>ἰθὺ τοῦ Ἴστρου</i>, σε Ηρόδ.· επίσης, ἰθὺς πρὸς [[τεῖχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἰθὺς ἐπὶ Θεσσαλίης</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., <i>ἰθὺς φρονέων ἵππους εἴχε</i>, κατηύθυνε τα άλογα αποφασίζοντας να [[πάει]] [[κατευθείαν]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἰθὺςμαχέσασθαι</i>, παλεύοντας [[σώμα]] με [[σώμα]], εκ του [[συστάδην]], απευθείας, στο ίδ.· [[ἐπεὶ]] [[τέτραπτο]] πρὸς [[ἰθύ]] οἱ,, [[αφού]] τον αντιμετώπισε [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], στο ίδ.· λέγεται για τον χρόνο, [[αμέσως]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἰθέως]], κανονικό επίρρ., σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |