κατερείπω: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατερείπω]] (AM)<br />[[μετατρέπω]] [[κάτι]] σε [[ερείπιο]], [[γκρεμίζω]], [[κατερειπώνω]] (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», <b>Στράβ.</b><br />β. «[[Τροία]] κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα [[δορίκτητος]] Ἀργεΐων», Ευ ρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθείρω]] («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει τὸν ἐρρωμενέστατον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (αμτβ. στον αόρ. β' και στον παρακμ.) <i>κατήριπον</i>, <i>κατερήριπα</i><br />έπεσα, γκρεμίστηκα («κατήριπεν εἰς [[μέλαν]] [[ὕδωρ]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρείπω]] «[[ερειπώνω]]»].
|mltxt=[[κατερείπω]] (AM)<br />[[μετατρέπω]] [[κάτι]] σε [[ερείπιο]], [[γκρεμίζω]], [[κατερειπώνω]] (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», <b>Στράβ.</b><br />β. «[[Τροία]] κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα [[δορίκτητος]] Ἀργεΐων», Ευ ρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθείρω]] («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει τὸν ἐρρωμενέστατον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (αμτβ. στον αόρ. β' και στον παρακμ.) <i>κατήριπον</i>, <i>κατερήριπα</i><br />έπεσα, γκρεμίστηκα («κατήριπεν εἰς [[μέλαν]] [[ὕδωρ]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρείπω]] «[[ερειπώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατερείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]] ή [[απορρίπτω]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ. — Παθ., συντρίβομαι, συνθλίβομαι, λέγεται για την [[Τροία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., στον αόρ. βʹ <i>κατήρῐπον</i>, [[καταπέφτω]], κατακρημνίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· ομοίως στον παρατ., [[τεῖχος]] κατερήριπεν, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}