Anonymous

κατερείπω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατερείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]] ή [[απορρίπτω]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ. — Παθ., συντρίβομαι, συνθλίβομαι, λέγεται για την [[Τροία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., στον αόρ. βʹ <i>κατήρῐπον</i>, [[καταπέφτω]], κατακρημνίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· ομοίως στον παρατ., [[τεῖχος]] κατερήριπεν, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κατερείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταρρίπτω]] ή [[απορρίπτω]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ. — Παθ., συντρίβομαι, συνθλίβομαι, λέγεται για την [[Τροία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., στον αόρ. βʹ <i>κατήρῐπον</i>, [[καταπέφτω]], κατακρημνίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· ομοίως στον παρατ., [[τεῖχος]] κατερήριπεν, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατερείπω:''' Diod. [[κατερειπόω]] (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 [[κατήριπον|κατήρῐπον]], pf. [[κατερήριπα|κατερήρῐπα]]; pf. pass. κατερήρειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> разрушать, сокрушать ([[κατά]] μιν ἐρείπει [[πῦρ]] τε καὶ ὀξὺς [[Ἄρης]] Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> губить (τινά Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (с aor. 2) рушиться, погибать ([[τεῖχος]] κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς [[ὕδωρ]] Theocr. он утонул.
}}
}}