λιθοκόλλητος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιθοκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες [[πάνω]] του αιχμηρές πέτρες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιθοκόλλητον</i><br />[[ψηφοθέτημα]], [[μωσαϊκό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κολλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κολλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ρινο</i>-<i>κόλλητος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>κόλλητος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιθοκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες [[πάνω]] του αιχμηρές πέτρες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιθοκόλλητον</i><br />[[ψηφοθέτημα]], [[μωσαϊκό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κολλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κολλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ρινο</i>-<i>κόλλητος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>κόλλητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοκόλλητος:''' -ον ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, σε Θεόφρ., Πλούτ.· λιθοκόλλητον [[στόμιον]], [[χαλινάρι]] που έχει κολλημένους λίθους (για να το κάνουν οξύτερο, πιο κοφτερό), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ λιθοκόλλητον</i>, σκαλιστή [[εργασία]], [[μωσαϊκό]], [[ψηφιδωτό]], σε Στράβ.
}}
}}