3,277,121
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐθοκόλλητος:''' -ον ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, σε Θεόφρ., Πλούτ.· λιθοκόλλητον [[στόμιον]], [[χαλινάρι]] που έχει κολλημένους λίθους (για να το κάνουν οξύτερο, πιο κοφτερό), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ λιθοκόλλητον</i>, σκαλιστή [[εργασία]], [[μωσαϊκό]], [[ψηφιδωτό]], σε Στράβ. | |lsmtext='''λῐθοκόλλητος:''' -ον ([[κολλάω]])·<br /><b class="num">I.</b> διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους, σε Θεόφρ., Πλούτ.· λιθοκόλλητον [[στόμιον]], [[χαλινάρι]] που έχει κολλημένους λίθους (για να το κάνουν οξύτερο, πιο κοφτερό), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ λιθοκόλλητον</i>, σκαλιστή [[εργασία]], [[μωσαϊκό]], [[ψηφιδωτό]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐθοκόλλητος:''' <b class="num">1)</b> крепкий как камень ([[χάλυβος]] [[στόμιον]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> усаженный (драгоценными) камнями ([[χλιδών]] Diod.; [[περιτραχήλιον]] Plut.). | |||
}} | }} |