3,277,002
edits
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μαλάχη]])<br />το [[φυτό]] [[μολόχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[μαλάχη]] ἡ αγρία» — το [[φυτό]] αλθαία<br />β) «[[μαλάχη]] η κηπευτή» — το [[φυτό]] [[λαβατέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο του λατ. <i>malva</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάλβαξ]]), πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[μαλακός]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με σημιτ. <i>mall</i><i>ū</i><i>sh</i> και με γεωργ. <i>malokhi</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με το ρ. [[μαλάσσω]], λόγω της μαλακτικής ιδιότητας του φυτού, οφείλεται [[προφανώς]] σε λαϊκή [[ετυμολογία]]. Η [[ποικιλία]] του φωνηεντισμού της λ. παραμένει ανερμήνευτη (<b>[[πρβλ]].</b> [[μολόχα]])]. | |mltxt=η (Α [[μαλάχη]])<br />το [[φυτό]] [[μολόχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[μαλάχη]] ἡ αγρία» — το [[φυτό]] αλθαία<br />β) «[[μαλάχη]] η κηπευτή» — το [[φυτό]] [[λαβατέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο του λατ. <i>malva</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάλβαξ]]), πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[μαλακός]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με σημιτ. <i>mall</i><i>ū</i><i>sh</i> και με γεωργ. <i>malokhi</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με το ρ. [[μαλάσσω]], λόγω της μαλακτικής ιδιότητας του φυτού, οφείλεται [[προφανώς]] σε λαϊκή [[ετυμολογία]]. Η [[ποικιλία]] του φωνηεντισμού της λ. παραμένει ανερμήνευτη (<b>[[πρβλ]].</b> [[μολόχα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾰλάχη:''' [λᾰ], ἡ, το [[φυτό]] [[μολόχα]], Λατ. [[malva]], σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |