3,274,919
edits
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />mauve, <i>plante, etc.</i><br />'''Étymologie:''' p. *μαλάχϜη, de [[μαλάσσω]] ; cf. <i>lat.</i> malva, p. *malcva. | |btext=ης (ἡ) :<br />mauve, <i>plante, etc.</i><br />'''Étymologie:''' p. *μαλάχϜη, de [[μαλάσσω]] ; cf. <i>lat.</i> malva, p. *malcva. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[μαλάχη]])<br />το [[φυτό]] [[μολόχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[μαλάχη]] ἡ αγρία» — το [[φυτό]] αλθαία<br />β) «[[μαλάχη]] η κηπευτή» — το [[φυτό]] [[λαβατέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο του λατ. <i>malva</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μάλβαξ]]), πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[μαλακός]]. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με σημιτ. <i>mall</i><i>ū</i><i>sh</i> και με γεωργ. <i>malokhi</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με το ρ. [[μαλάσσω]], λόγω της μαλακτικής ιδιότητας του φυτού, οφείλεται [[προφανώς]] σε λαϊκή [[ετυμολογία]]. Η [[ποικιλία]] του φωνηεντισμού της λ. παραμένει ανερμήνευτη (<b>[[πρβλ]].</b> [[μολόχα]])]. | |||
}} | }} |