3,277,114
edits
(23) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εία, -ύ (Α [[λιγύς]], λίγεια, λιγύ)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]] και [[καθαρά]], [[λιγυρός]], [[διαπεραστικός]] ή [[μελωδικός]] («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλλίφωνος]], [[γλυκόφωνος]] («[[ἄγετε]] δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[λυπηρός]], [[θρηνώδης]] («πάθεα... λιγέα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>λιγύ</i> και <i>λιγέα</i><br />[[δυνατά]], διαπεραστικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λιγέως]] (Α)<br />με καθαρή και δυνατή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη [[άποψη]], η λ. [[λιγύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>λυγύς</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ι</i>-. Το θηλ. <i>λίγεια</i>, με αναβιβασμό του τόνου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιγυρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λίγυρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιγύτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λιγυάοιδος]], [[λιγυηχής]], [[λιγύθρους]], [[λιγυκλαγγής]], [[λιγύκροτος]], [[λιγυμακρόφωνος]], [[λιγύμολπος]], [[λιγύμυθος]], [[λιγύπνοιος]], [[λιγυπτερόφωνος]], [[λιγυπτέρυγος]], [[λιγύφθογγος]], [[λιγύφωνος]]. | |mltxt=-εία, -ύ (Α [[λιγύς]], λίγεια, λιγύ)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]] και [[καθαρά]], [[λιγυρός]], [[διαπεραστικός]] ή [[μελωδικός]] («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλλίφωνος]], [[γλυκόφωνος]] («[[ἄγετε]] δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[λυπηρός]], [[θρηνώδης]] («πάθεα... λιγέα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>λιγύ</i> και <i>λιγέα</i><br />[[δυνατά]], διαπεραστικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λιγέως]] (Α)<br />με καθαρή και δυνατή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη [[άποψη]], η λ. [[λιγύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>λυγύς</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ι</i>-. Το θηλ. <i>λίγεια</i>, με αναβιβασμό του τόνου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιγυρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λίγυρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιγύτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λιγυάοιδος]], [[λιγυηχής]], [[λιγύθρους]], [[λιγυκλαγγής]], [[λιγύκροτος]], [[λιγυμακρόφωνος]], [[λιγύμολπος]], [[λιγύμυθος]], [[λιγύπνοιος]], [[λιγυπτερόφωνος]], [[λιγυπτέρυγος]], [[λιγύφθογγος]], [[λιγύφωνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐγύς:''' [[λίγεια]], Δωρ. <i>λιγέᾱ</i>, <i>λιγύ</i>, αυτός που σφυρίζει ευκρινώς, [[συριστικός]], [[οξύς]], [[ισχυρός]], λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για ευκρινή, καθαρό, [[γλυκό]] και ευχάριστο ήχο, [[εύηχος]], στον ίδ.· λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., στριγκλίζοντας, σε Όμηρ.· ευκρινώς, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ., ως επίρρ., <i>λιγὺ μέλπεσθαι</i>, σε Ησίοδ., Αισχύλ. | |||
}} | }} |