3,276,901
edits
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐγύς:''' [[λίγεια]], Δωρ. <i>λιγέᾱ</i>, <i>λιγύ</i>, αυτός που σφυρίζει ευκρινώς, [[συριστικός]], [[οξύς]], [[ισχυρός]], λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για ευκρινή, καθαρό, [[γλυκό]] και ευχάριστο ήχο, [[εύηχος]], στον ίδ.· λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., στριγκλίζοντας, σε Όμηρ.· ευκρινώς, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ., ως επίρρ., <i>λιγὺ μέλπεσθαι</i>, σε Ησίοδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''λῐγύς:''' [[λίγεια]], Δωρ. <i>λιγέᾱ</i>, <i>λιγύ</i>, αυτός που σφυρίζει ευκρινώς, [[συριστικός]], [[οξύς]], [[ισχυρός]], λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ.· λέγεται για ευκρινή, καθαρό, [[γλυκό]] και ευχάριστο ήχο, [[εύηχος]], στον ίδ.· λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ., στριγκλίζοντας, σε Όμηρ.· ευκρινώς, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ., ως επίρρ., <i>λιγὺ μέλπεσθαι</i>, σε Ησίοδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐγύς:''' [[λίγεια]] (дор. λιγέᾱ), [[λιγύ|λῐγύ]]<br /><b class="num">1)</b> гудящий, свистящий, завывающий (ἄνεμοι, [[οὖρος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> звучный, звонкоголосый, певучий ([[φόρμιγξ]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> сладкозвучный, нежноголосый ([[Μοῦσα]] Hom.; [[ἀηδών]] Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> громогласный, голосистый ([[ἀγορητής]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> рыдающий (κωκύματα Aesch.). | |||
}} | }} |