3,274,123
edits
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληϊστός]], -ή, -όν (Α) <b>βλ.</b> [[λεϊστός]]. | |mltxt=[[ληϊστός]], -ή, -όν (Α) <b>βλ.</b> [[λεϊστός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ληϊστός:''' -ή, -όν, αυτός που λαμβάνεται ως [[λεία]], που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ [[φωνήεν]]), [[λεϊστός]], στο ίδ. | |||
}} | }} |