Anonymous

ληϊστός: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ληϊστός]], -ή, -όν (Α) <b>βλ.</b> [[λεϊστός]].
|mltxt=[[ληϊστός]], -ή, -όν (Α) <b>βλ.</b> [[λεϊστός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ληϊστός:''' -ή, -όν, αυτός που λαμβάνεται ως [[λεία]], που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ [[φωνήεν]]), [[λεϊστός]], στο ίδ.
}}
}}