Anonymous

ληϊστός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ληϊστός:''' -ή, -όν, αυτός που λαμβάνεται ως [[λεία]], που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ [[φωνήεν]]), [[λεϊστός]], στο ίδ.
|lsmtext='''ληϊστός:''' -ή, -όν, αυτός που λαμβάνεται ως [[λεία]], που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ [[φωνήεν]]), [[λεϊστός]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ληϊστός:''' ион. λειστός 3 который можно захватить в виде добычи ([[βόες]] καὶ μῆλα Hom.).
}}
}}