3,273,844
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ληϊστός:''' -ή, -όν, αυτός που λαμβάνεται ως [[λεία]], που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ [[φωνήεν]]), [[λεϊστός]], στο ίδ. | |lsmtext='''ληϊστός:''' -ή, -όν, αυτός που λαμβάνεται ως [[λεία]], που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ [[φωνήεν]]), [[λεϊστός]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ληϊστός:''' ион. λειστός 3 который можно захватить в виде добычи ([[βόες]] καὶ μῆλα Hom.). | |||
}} | }} |