3,253,947
edits
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μέσαυλος]], -ον (ΑM, Α επικ. τ. [[μέσσαυλος]], -ον, αττ. τ. [[μέταυλος]], -ον)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[μέταυλος]]<br />(ενν. [[θύρα]]) πόρτα [[μεταξύ]] της αυλής και του εσωτερικού τμήματος του σπιτιού η οποία οδηγούσε από την [[αυλή]] [[προς]] τα δωμάτια τών [[γυναικών]] ή πολύ [[συχνά]] μέσω αυτής επικοινωνούσαν τα δωμάτια τών [[ανδρών]] με τους γυναικωνίτες<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[μέσαυλος]], <i>τὸ [[μέσαυλον]]<br />εσωτερική [[αυλή]] που βρισκόταν [[πίσω]] ή [[μέσα]] στην [[κυρίως]] [[αυλή]] και όπου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας έκλειναν τα ζώα για μεγαλύτερη [[ασφάλεια]], [[περίβολος]], [[μάνδρα]] («λέοντα βοῶν ἀπὸ μεσσαύλοιο ἐσσεύαντο κύνες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετο «εκ συναρπαγής» (λ. που σχηματίστηκε από ολόκληρη [[φράση]]) από τη [[φράση]] <i>τὸ μέσ</i>(<i>σ</i>)<i>ον αὐλῆς</i> ή <i>ἐν μέσ</i>(<i>σ</i>)<i>ῳ</i> αὐλῆς. Ο τ. [[μέσαυλος]] σε [[σύγκριση]] με τον αττ. τ. [[μέταυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μετά]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐλή]]) [[είναι]] [[σπάνιος]] και θεωρείται [[μεταγενέστερος]] (για τη [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στα συνθετικά <i>μεσο</i>- και [[μετά]]-<b>[[πρβλ]].</b> και <i>μεσαίχμιο</i> - <i>μεταίχμιον</i>)]. | |mltxt=[[μέσαυλος]], -ον (ΑM, Α επικ. τ. [[μέσσαυλος]], -ον, αττ. τ. [[μέταυλος]], -ον)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[μέταυλος]]<br />(ενν. [[θύρα]]) πόρτα [[μεταξύ]] της αυλής και του εσωτερικού τμήματος του σπιτιού η οποία οδηγούσε από την [[αυλή]] [[προς]] τα δωμάτια τών [[γυναικών]] ή πολύ [[συχνά]] μέσω αυτής επικοινωνούσαν τα δωμάτια τών [[ανδρών]] με τους γυναικωνίτες<br /><b>αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[μέσαυλος]], <i>τὸ [[μέσαυλον]]<br />εσωτερική [[αυλή]] που βρισκόταν [[πίσω]] ή [[μέσα]] στην [[κυρίως]] [[αυλή]] και όπου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας έκλειναν τα ζώα για μεγαλύτερη [[ασφάλεια]], [[περίβολος]], [[μάνδρα]] («λέοντα βοῶν ἀπὸ μεσσαύλοιο ἐσσεύαντο κύνες», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετο «εκ συναρπαγής» (λ. που σχηματίστηκε από ολόκληρη [[φράση]]) από τη [[φράση]] <i>τὸ μέσ</i>(<i>σ</i>)<i>ον αὐλῆς</i> ή <i>ἐν μέσ</i>(<i>σ</i>)<i>ῳ</i> αὐλῆς. Ο τ. [[μέσαυλος]] σε [[σύγκριση]] με τον αττ. τ. [[μέταυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μετά]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐλή]]) [[είναι]] [[σπάνιος]] και θεωρείται [[μεταγενέστερος]] (για τη [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στα συνθετικά <i>μεσο</i>- και [[μετά]]-<b>[[πρβλ]].</b> και <i>μεσαίχμιο</i> - <i>μεταίχμιον</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μέσαυλος:''' Επικ. μέσσ-αυλος, ὁ ή μέσσ-αυλον, τό,<br /><b class="num">I.</b> η εσωτερική [[αυλή]], που βρίσκεται [[πίσω]] από την κύρια [[αυλή]], όπου τις νύχτες έβαζαν το [[κοπάδι]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη [[σπηλιά]] του Κύκλωπα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Αττ., [[μέταυλος]] (με ή [[χωρίς]] το [[θύρα]]), <i>ἡ</i>, η πόρτα [[ανάμεσα]] στην [[αυλή]] και το εσωτερικό [[μέρος]] του σπιτιού, σε Αριστοφ.· <i>θύραι μέσαυλοι</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |