μεστός: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μεστός]], -ή, -όν)<br />[[πλήρης]], [[γεμάτος]], φορτωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) ώριμος, [[γινωμένος]] («το [[στάρι]] [[είναι]] μεστό»<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) σφιχτοδεμένος<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) ηλικιωμένος<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ώριμος πνευματικά<br /><b>μσν.</b><br />[[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ο κορεσμένος από κάποιο [[πράγμα]], [[χορτάτος]] («τὸ δ' [[Ἄργος]] αὐτοῡ μεστὸν ἥ τε [[Ναυπλία]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεστόν</i><br />η [[μεστότητα]], η [[πληρότητα]], το πλήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εκφραστικό τ. άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με το ρ. [[μαδώ]] και τη λ. [[μήδεα]] δεν φαίνεται αβάσιμη. Επίσης δεν [[είναι]] πειστική η [[άποψη]] που συνδέει τη λ. με το θ. <i>μεδ</i>- (<i>μεδ</i>-<i>τός</i>) του <i>μέδ</i>-<i>ι</i>-<i>μνος</i>].
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μεστός]], -ή, -όν)<br />[[πλήρης]], [[γεμάτος]], φορτωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) ώριμος, [[γινωμένος]] («το [[στάρι]] [[είναι]] μεστό»<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) σφιχτοδεμένος<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) ηλικιωμένος<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ώριμος πνευματικά<br /><b>μσν.</b><br />[[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ο κορεσμένος από κάποιο [[πράγμα]], [[χορτάτος]] («τὸ δ' [[Ἄργος]] αὐτοῡ μεστὸν ἥ τε [[Ναυπλία]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεστόν</i><br />η [[μεστότητα]], η [[πληρότητα]], το πλήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εκφραστικό τ. άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με το ρ. [[μαδώ]] και τη λ. [[μήδεα]] δεν φαίνεται αβάσιμη. Επίσης δεν [[είναι]] πειστική η [[άποψη]] που συνδέει τη λ. με το θ. <i>μεδ</i>- (<i>μεδ</i>-<i>τός</i>) του <i>μέδ</i>-<i>ι</i>-<i>μνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεστός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[πλήρης]], [[γεμάτος]], εντελώς [[γεμάτος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[γεμάτος]] από, [[πλήρης]] από ένα [[πράγμα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., <i>ἀπάτης</i>, ἀπορίας [[μεστός]], σε Πλάτ.· μεταφ., επίσης, [[γεμάτος]] από ένα [[πράγμα]], σε Ευρ.· ομοίως με μτχ., <i>μεστὸς ἦν θυμούμενος</i>, δηλ. είμαι [[γεμάτος]] θυμό, σε Σοφ.
}}
}}