μειρακιεύομαι: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειρακιεύομαι]] και [[μειρακεύομαι]] (Α) [[μειράκιον]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σαν [[παιδί]], [[είμαι]] [[ντροπαλός]] ή [[ναζιάρης]], [[παιδιαρίζω]] («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[έφηβος]], [[μεταβαίνω]] στην εφηβική [[ηλικία]].
|mltxt=[[μειρακιεύομαι]] και [[μειρακεύομαι]] (Α) [[μειράκιον]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σαν [[παιδί]], [[είμαι]] [[ντροπαλός]] ή [[ναζιάρης]], [[παιδιαρίζω]] («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[έφηβος]], [[μεταβαίνω]] στην εφηβική [[ηλικία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μειρᾰκιεύομαι:''' αποθ., [[παριστάνω]] τον νεαρό, σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}