Anonymous

μειρακιεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=se conduire en jeune homme, être pétulant.<br />'''Étymologie:''' [[μεῖραξ]].
|btext=se conduire en jeune homme, être pétulant.<br />'''Étymologie:''' [[μεῖραξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μειρακιεύομαι]] και [[μειρακεύομαι]] (Α) [[μειράκιον]]<br /><b>1.</b> [[συμπεριφέρομαι]] σαν [[παιδί]], [[είμαι]] [[ντροπαλός]] ή [[ναζιάρης]], [[παιδιαρίζω]] («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[έφηβος]], [[μεταβαίνω]] στην εφηβική [[ηλικία]].
}}
}}