3,277,119
edits
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετοικικός]], -ή, -όν (Α) [[μέτοικος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον μέτοικο<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[κατάσταση]] του μετοίκου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[μέτοχος]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μετοικικά</i><br />η παρεφθαρμένη αττική [[διάλεκτος]] την οποία μιλούσαν οι μέτοικοι. | |mltxt=[[μετοικικός]], -ή, -όν (Α) [[μέτοικος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον μέτοικο<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[κατάσταση]] του μετοίκου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[μέτοχος]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μετοικικά</i><br />η παρεφθαρμένη αττική [[διάλεκτος]] την οποία μιλούσαν οι μέτοικοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετοικικός:''' -ή, -όν, αυτός που βρίσκεται στην [[κατάσταση]] ενός μετοίκου, σε Πλούτ.· <i>τὸ μετοικικόν</i>, ο [[κατάλογος]] αυτών που είναι <i>μέτοικοι</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |