Anonymous

μετοικικός: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui jouit du droit de cité comme les métèques;<br /><b>2</b> étranger domicilié.<br />'''Étymologie:''' [[μέτοικος]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui jouit du droit de cité comme les métèques;<br /><b>2</b> étranger domicilié.<br />'''Étymologie:''' [[μέτοικος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μετοικικός]], -ή, -όν (Α) [[μέτοικος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον μέτοικο<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[κατάσταση]] του μετοίκου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[μέτοχος]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μετοικικά</i><br />η παρεφθαρμένη αττική [[διάλεκτος]] την οποία μιλούσαν οι μέτοικοι.
}}
}}