μετοικικός

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικικός Medium diacritics: μετοικικός Low diacritics: μετοικικός Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΚΟΣ
Transliteration A: metoikikós Transliteration B: metoikikos Transliteration C: metoikikos Beta Code: metoikiko/s

English (LSJ)

μετοικική, μετοικικόν,
A consisting of μέτοικοι, Hyp.Fr. 149; in the condition of a μ., ἄνθρωπος Plu.Alc.5; συντελεῖν εἰς τὸ μετοικικόν, v.l. for μετοίκιον, Luc.Bis Acc.9.
II metaph., having a part in, τινος Id.Lex.25.

German (Pape)

[Seite 161] ή, όν, zum μέτοικος gehörig, μετοικικὸν ἄνθρωπον = μέτοικον, Plut. Alc. 5; ἐς τὸ μετοικικὸν συντελεῖν, d. i. zu den Schutzverwandten gehören, Luc. bis accus. 9; μετοικικῆς συμμορίας ταμίας, Hyperid. bei Poll. 8, 144.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui jouit du droit de cité comme les métèques;
2 étranger domicilié.
Étymologie: μέτοικος.

Russian (Dvoretsky)

μετοικικός: находящийся на положении метэка (ἄνθρωπος Plut.): οὐδὲ μετοικικὰ τῆς Ἀθηναίων φωνῆς ирон. Luc. совершенно неаттические выражения.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἰδιάζων εἰς μέτοικον, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 144, Πλουτ. Ἀλκ. 5· - τὸ μ., ὁ κατάλογος τῶν μετοίκων, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 9. ΙΙ. μεταφ., ὁ μετέχων, μέτοχος, τινος Λουκ. Λεξιφ. 25.

Greek Monolingual

μετοικικός, -ή, -όν (Α) μέτοικος
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον μέτοικο
2. αυτός που βρίσκεται στην κατάσταση του μετοίκου
3. μτφ. αυτός που είναι μέτοχος σε κάτι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετοικικά
η παρεφθαρμένη αττική διάλεκτος την οποία μιλούσαν οι μέτοικοι.

Greek Monotonic

μετοικικός: -ή, -όν, αυτός που βρίσκεται στην κατάσταση ενός μετοίκου, σε Πλούτ.· τὸ μετοικικόν, ο κατάλογος αυτών που είναι μέτοικοι, σε Λουκ.

Middle Liddell

μετοικικός, ή, όν
in the condition of a μέτοικος, Plut.: — τὸ μ. the list of μέτοικοι, Luc.