νοσηλεύω: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νοσηλεύω]]) [[νοσηλός]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] ιατρική [[περίθαλψη]] σε άρρωστο, [[θεραπεύω]] ασθενή<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>νοσηλεύομαι</i><br />θεραπεύομαι με τη [[φροντίδα]] ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη ζωή μου σαν να [[είμαι]] [[άρρωστος]], [[δηλαδή]] με πολλές περιποιήσεις και ανέσεις<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ασθενή.
|mltxt=(ΑΜ [[νοσηλεύω]]) [[νοσηλός]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] ιατρική [[περίθαλψη]] σε άρρωστο, [[θεραπεύω]] ασθενή<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>νοσηλεύομαι</i><br />θεραπεύομαι με τη [[φροντίδα]] ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη ζωή μου σαν να [[είμαι]] [[άρρωστος]], [[δηλαδή]] με πολλές περιποιήσεις και ανέσεις<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ασθενή.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νοσηλεύω:''' μόνο σε ενεστ., [[φροντίζω]] ασθενή, σε Βάβρ.
}}
}}