3,271,344
edits
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[νοσηλεύω]]) [[νοσηλός]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] ιατρική [[περίθαλψη]] σε άρρωστο, [[θεραπεύω]] ασθενή<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>νοσηλεύομαι</i><br />θεραπεύομαι με τη [[φροντίδα]] ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη ζωή μου σαν να [[είμαι]] [[άρρωστος]], [[δηλαδή]] με πολλές περιποιήσεις και ανέσεις<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ασθενή. | |mltxt=(ΑΜ [[νοσηλεύω]]) [[νοσηλός]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] ιατρική [[περίθαλψη]] σε άρρωστο, [[θεραπεύω]] ασθενή<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>νοσηλεύομαι</i><br />θεραπεύομαι με τη [[φροντίδα]] ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη ζωή μου σαν να [[είμαι]] [[άρρωστος]], [[δηλαδή]] με πολλές περιποιήσεις και ανέσεις<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ασθενή. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νοσηλεύω:''' μόνο σε ενεστ., [[φροντίζω]] ασθενή, σε Βάβρ. | |||
}} | }} |