Anonymous

νοσηλεύω: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=soigner un malade.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
|btext=soigner un malade.<br />'''Étymologie:''' [[νόσος]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νοσηλεύω]]) [[νοσηλός]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] ιατρική [[περίθαλψη]] σε άρρωστο, [[θεραπεύω]] ασθενή<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>νοσηλεύομαι</i><br />θεραπεύομαι με τη [[φροντίδα]] ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη ζωή μου σαν να [[είμαι]] [[άρρωστος]], [[δηλαδή]] με πολλές περιποιήσεις και ανέσεις<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ασθενή.
}}
}}