μεταπίπτω: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μεταπίπτω]]) [[πίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] με διαφορετικό τρόπο ή σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] απότομα [[θέση]] ή [[κατάσταση]], μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι [[ξαφνικά]] («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ [[εἶδος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις) [[αλλάζω]] [[σημασία]] με την πάροδο του χρόνου («η [[λέξη]] [[ωραίος]] έχει μεταπέσει στη Νέα Ελληνική και [[αντί]] ώριμος σημαίνει όμορφος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], μετακινούμαι<br /><b>2.</b> [[αναχωρώ]]<br /><b>3.</b> παρασύρομαι<br /><b>4.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> ξαναπλαγιάζω<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περιέρχομαι]] σε ορισμένη ψυχική [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] απότομα ή [[ξαφνικά]] τη [[γνώμη]] μου («τὸν [[ὁμόθεν]] πεφυκότα στέργων μετέπεσον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταναστεύω]], [[μετοικώ]]<br /><b>3.</b> (για ψήφο) [[πέφτω]] [[αλλού]] ή [[αλλιώς]] («εἰ [[τριάκοντα]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για περιστάσεις ή καταστάσεις) [[υφίσταμαι]] αλλαγές, μεταβάλλομαι («πῶς δ' οικήσω μεταπίπτοντος δαίμονος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[καθεστώς]]) [[υφίσταμαι]] [[μεταβολή]], [[ανατροπή]] («τὰ τῶν τετρακοσίων ἐν ὑστέρω μεταπεσόντα ὑπὸ τοῡ δήμου ἐκακοῡτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αλλάζω]] [[προς]] το χειρότερο, [[χειροτερεύω]], [[ξεπέφτω]]<br /><b>7.</b> [[αλλάζω]] [[προς]] το καλύτερο, [[καλυτερεύω]] («εἰ γὰρ αἰσίως ἔλθοιμεν, ἅ τε νῷν συμβόλαια [[πρόσθεν]] ἦν ἐς παῑδα τὸν σόν, μεταπέσοι βελτίονα», <b>Ευρ.</b>)<br />β. (<b>για πρόσ.</b>) [[είμαι]] [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>9.</b> μεταβιβάζομαι με [[διάταξη]] του νόμου<br /><b>10.</b> (με γεν.) [[αποτυγχάνω]] («εἰ... ἡ [[γνῶσις]], τοῡ [[γνῶσις]] [[εἶναι]] μὴ μεταπίπτει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «μεταπίπτοντες λόγοι» — ψευδείς συλλογισμοί που προκύπτουν από την [[αλλαγή]] της σημασίας τών όρων<br /><b>12.</b> <b>παροιμ.</b> «ὡς τὸ [[ὄστρακον]] ἔπεσεν ἀντιστρόφως» — λεγόταν σε περιπτώσεις αιφνίδιας μεταβολής.
|mltxt=(ΑΜ [[μεταπίπτω]]) [[πίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] με διαφορετικό τρόπο ή σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] απότομα [[θέση]] ή [[κατάσταση]], μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι [[ξαφνικά]] («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ [[εἶδος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις) [[αλλάζω]] [[σημασία]] με την πάροδο του χρόνου («η [[λέξη]] [[ωραίος]] έχει μεταπέσει στη Νέα Ελληνική και [[αντί]] ώριμος σημαίνει όμορφος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], μετακινούμαι<br /><b>2.</b> [[αναχωρώ]]<br /><b>3.</b> παρασύρομαι<br /><b>4.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> ξαναπλαγιάζω<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περιέρχομαι]] σε ορισμένη ψυχική [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] απότομα ή [[ξαφνικά]] τη [[γνώμη]] μου («τὸν [[ὁμόθεν]] πεφυκότα στέργων μετέπεσον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταναστεύω]], [[μετοικώ]]<br /><b>3.</b> (για ψήφο) [[πέφτω]] [[αλλού]] ή [[αλλιώς]] («εἰ [[τριάκοντα]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για περιστάσεις ή καταστάσεις) [[υφίσταμαι]] αλλαγές, μεταβάλλομαι («πῶς δ' οικήσω μεταπίπτοντος δαίμονος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[καθεστώς]]) [[υφίσταμαι]] [[μεταβολή]], [[ανατροπή]] («τὰ τῶν τετρακοσίων ἐν ὑστέρω μεταπεσόντα ὑπὸ τοῡ δήμου ἐκακοῡτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αλλάζω]] [[προς]] το χειρότερο, [[χειροτερεύω]], [[ξεπέφτω]]<br /><b>7.</b> [[αλλάζω]] [[προς]] το καλύτερο, [[καλυτερεύω]] («εἰ γὰρ αἰσίως ἔλθοιμεν, ἅ τε νῷν συμβόλαια [[πρόσθεν]] ἦν ἐς παῑδα τὸν σόν, μεταπέσοι βελτίονα», <b>Ευρ.</b>)<br />β. (<b>για πρόσ.</b>) [[είμαι]] [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>9.</b> μεταβιβάζομαι με [[διάταξη]] του νόμου<br /><b>10.</b> (με γεν.) [[αποτυγχάνω]] («εἰ... ἡ [[γνῶσις]], τοῡ [[γνῶσις]] [[εἶναι]] μὴ μεταπίπτει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «μεταπίπτοντες λόγοι» — ψευδείς συλλογισμοί που προκύπτουν από την [[αλλαγή]] της σημασίας τών όρων<br /><b>12.</b> <b>παροιμ.</b> «ὡς τὸ [[ὄστρακον]] ἔπεσεν ἀντιστρόφως» — λεγόταν σε περιπτώσεις αιφνίδιας μεταβολής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] με διαφορετικό τρόπο (σε [[άλλο]] [[μέρος]]), [[υφίσταμαι]] μια [[αλλαγή]], [[μεταπίπτω]] τὸ [[εἶδος]], σε Ηρόδ., εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]], σε Πλάτ.· επίσης, [[αλλάζω]] αιφνιδίως [[γνώμη]], σε Ευρ., Αριστοφ.· εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον [[τῶν]] [[ψήφων]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]], [[ιδίως]] προς το χειρότερο, <i>μεταπίπτοντος δαίμονος</i>, εάν η [[τύχη]] αλλάξει προς το χειρότερο, σε Ευρ.· [[σπανίως]] προς το καλύτερο, στον ίδ.· λέγεται για πολιτικές μεταβολές, [[διέρχομαι]] [[μεταβολή]] ή [[επανάσταση]], σε Θουκ.
}}
}}