3,274,216
edits
(27) |
(5) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[νεωκόρος]], Α δωρ. τ. [[ναοκόρος]], και συνηρ. τ. [[νακόρος]] και [[ναυκόρος]] και [[νειοκόρος]] και ποιητ. τ. [[νηοκόρος]])<br />(γενικά) [[φύλακας]] και [[επιστάτης]] του ναού ο [[οποίος]] [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] λογιζόταν [[πρόσωπο]] [[ιερό]] και άξιο [[τιμής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) εκκλησιαστικό [[διακόνημα]] ο [[κάτοχος]] του οποίου μεριμνά για την [[καθαριότητα]], [[ασφάλεια]] και [[ευταξία]] του ναού, ο [[επιστάτης]] του ναού, ο [[καντηλανάφτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιεροφύλακας]], αυτός που φύλαγε, που επιτηρούσε τον ναό («τὴν Ἡροφίλην νεωκόρον [[γενέσθαι]] Ἀπόλλωνος Σμινθέως», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> (και ως επίθ.) «τῷ νεωκόρῳ τῶν Ἐφεσίων δήμῳ» <b>επιγρ.</b><br /><b>3.</b> ([[κατά]] τους ρωμαϊκούς χρόνους) [[τίτλος]] που αποδιδόταν σε μερικές μικρασιατικές πόλεις με την [[ευκαιρία]] ανέγερσης ναού του θεού προστάτη τους ή σε αυτοκράτορα μικρασιατικής πόλης, όπως π.χ. της Εφέσου, της Σμύρνης κ.λπ. («τήν Ἐφεσίων πόλιν νεωκόρον οὖσαν τῆς [[μεγάλης]] θεᾱς Ἀρτέμιδος», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[νεωκόρος]] έχει προέλθει με [[αντιμεταχώρηση]] από τον τ. <i>νηο</i>-[[κόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[νηός]] ιων. τ. του <i>νᾱός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορέω]] [ΙΙ] «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[σηκοκόρος]]. Οι τ. <i>νᾱοκόρος</i> και [[ναυκόρος]] παρήχθησαν αντιστοίχως από τους τ. <i>νᾱός</i> και τον αιολ. τ. [[ναῦος]]. | |mltxt=ο, η (ΑΜ [[νεωκόρος]], Α δωρ. τ. [[ναοκόρος]], και συνηρ. τ. [[νακόρος]] και [[ναυκόρος]] και [[νειοκόρος]] και ποιητ. τ. [[νηοκόρος]])<br />(γενικά) [[φύλακας]] και [[επιστάτης]] του ναού ο [[οποίος]] [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] λογιζόταν [[πρόσωπο]] [[ιερό]] και άξιο [[τιμής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) εκκλησιαστικό [[διακόνημα]] ο [[κάτοχος]] του οποίου μεριμνά για την [[καθαριότητα]], [[ασφάλεια]] και [[ευταξία]] του ναού, ο [[επιστάτης]] του ναού, ο [[καντηλανάφτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιεροφύλακας]], αυτός που φύλαγε, που επιτηρούσε τον ναό («τὴν Ἡροφίλην νεωκόρον [[γενέσθαι]] Ἀπόλλωνος Σμινθέως», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> (και ως επίθ.) «τῷ νεωκόρῳ τῶν Ἐφεσίων δήμῳ» <b>επιγρ.</b><br /><b>3.</b> ([[κατά]] τους ρωμαϊκούς χρόνους) [[τίτλος]] που αποδιδόταν σε μερικές μικρασιατικές πόλεις με την [[ευκαιρία]] ανέγερσης ναού του θεού προστάτη τους ή σε αυτοκράτορα μικρασιατικής πόλης, όπως π.χ. της Εφέσου, της Σμύρνης κ.λπ. («τήν Ἐφεσίων πόλιν νεωκόρον οὖσαν τῆς [[μεγάλης]] θεᾱς Ἀρτέμιδος», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[νεωκόρος]] έχει προέλθει με [[αντιμεταχώρηση]] από τον τ. <i>νηο</i>-[[κόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[νηός]] ιων. τ. του <i>νᾱός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορέω]] [ΙΙ] «[[σκουπίζω]], [[καθαρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[σηκοκόρος]]. Οι τ. <i>νᾱοκόρος</i> και [[ναυκόρος]] παρήχθησαν αντιστοίχως από τους τ. <i>νᾱός</i> και τον αιολ. τ. [[ναῦος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεωκόρος:''' Δωρ. νᾶοκόρος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[φύλακας]] και [[επιμελητής]] ναού, Λατ. [[aedituus]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[επώνυμο]] που απαντά σε επιγραφές και νομίσματα ασιατικών [[πόλεων]] στους χρόνους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αποδιδόταν σε πόλεις οι οποίες ανέγειραν ναό προς τιμήν της προστάτιδάς τους ή του αυτοκράτορα, όπως η Έφεσος· [[νεωκόρος]] Ἀρτέμιδος, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |