Anonymous

νεωκόρος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεωκόρος:''' Δωρ. νᾶοκόρος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[φύλακας]] και [[επιμελητής]] ναού, Λατ. [[aedituus]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[επώνυμο]] που απαντά σε επιγραφές και νομίσματα ασιατικών [[πόλεων]] στους χρόνους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αποδιδόταν σε πόλεις οι οποίες ανέγειραν ναό προς τιμήν της προστάτιδάς τους ή του αυτοκράτορα, όπως η Έφεσος· [[νεωκόρος]] Ἀρτέμιδος, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''νεωκόρος:''' Δωρ. νᾶοκόρος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[φύλακας]] και [[επιμελητής]] ναού, Λατ. [[aedituus]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[επώνυμο]] που απαντά σε επιγραφές και νομίσματα ασιατικών [[πόλεων]] στους χρόνους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αποδιδόταν σε πόλεις οι οποίες ανέγειραν ναό προς τιμήν της προστάτιδάς τους ή του αυτοκράτορα, όπως η Έφεσος· [[νεωκόρος]] Ἀρτέμιδος, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''νεωκόρος:''' <b class="num">I</b> ὁ [[νεώς]] + [[κορέω]] неокор, смотритель храма (τῆς Ἀρτήμιδος Xen., NT; βωμοῖο Anth.; ἱερεῖς καὶ νεωκόροι Plat.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[ναῦς]] + [[κορέω]] неокор, смотритель корабля Anth.
}}
}}