ὀρθόθριξ: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόθριξ]], -τριχος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις [[τρίχες]] του ή αυτός που ανορθώνει τις [[τρίχες]] άλλου, αυτός που προκαλεί [[ανατρίχιασμα]] (α. «[[ὀρθόθριξ]] [[φόβος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκνό</i>-[[θριξ]])].
|mltxt=[[ὀρθόθριξ]], -τριχος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις [[τρίχες]] του ή αυτός που ανορθώνει τις [[τρίχες]] άλλου, αυτός που προκαλεί [[ανατρίχιασμα]] (α. «[[ὀρθόθριξ]] [[φόβος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκνό</i>-[[θριξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι [[τρίχες]] των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ.
}}
}}