παιδεύω: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[παιδεύω]])<br /><b>1.</b> [[αναπτύσσω]] κάποιον πνευματικά και ηθικά, [[παιδαγωγώ]], [[εκπαιδεύω]]<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]] τον πολιτισμό, την [[πνευματικότητα]] ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ [[ποιητής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κολάζω]], [[τιμωρώ]] (α. περκαλώ σε, Παναγιά, να παιδέψεις την [[κλεψιά]]», Πολίτ.<br />β. «παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[πεπαιδευμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που απέκτησε ανώτερη [[μόρφωση]], μορφωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποβάλλω]] κάποιον σε κόπους και βάσανα, σε επίμονη όχληση και [[ταλαιπωρία]], [[ταλαιπωρώ]], [[τυραννώ]], [[βασανίζω]] («μέ παίδεψε ώσπου να το καταλάβει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[παιδί]]) [[ανατρέφω]], [[μεγαλώνω]] («λευκὸν αὐτὴν ἐπαίδευσε [[γάλα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]] κάποιον, [[μαθαίνω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>(απολ.)</b> [[παρέχω]] γνώσεις<br /><b>4.</b> [[σωφρονίζω]] («διαίτη δὲ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ με ενεργ. σημ.) <i>παιδεύομαι</i><br />[[εκπαιδεύω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ενεργώ]] ώστε να διδαχθεί, να εκπαιδευθεί [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i>. Η αρχική σημ. του ρ. [[παιδεύω]] «[[ανατρέφω]], [[μεγαλώνω]] [[παιδιά]]» εξελίχθηκε «ἐπί καλῶ» μεν στη σημ. «[[εκπαιδεύω]], [[διδάσκω]], [[παιδαγωγώ]]», «ἐπὶ κακῷ» δε στη σημ. «[[τιμωρώ]], [[τυραννώ]], [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]», λόγω τών πειθαρχικών τιμωριών που υφίσταντο τα [[παιδιά]] στα πλαίσια του παλαιού σχολείου και σύμφωνα με τις αρχές της παραδοσιακής αγωγής].
|mltxt=(ΑΜ [[παιδεύω]])<br /><b>1.</b> [[αναπτύσσω]] κάποιον πνευματικά και ηθικά, [[παιδαγωγώ]], [[εκπαιδεύω]]<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]] τον πολιτισμό, την [[πνευματικότητα]] ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ [[ποιητής]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κολάζω]], [[τιμωρώ]] (α. περκαλώ σε, Παναγιά, να παιδέψεις την [[κλεψιά]]», Πολίτ.<br />β. «παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[πεπαιδευμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />αυτός που απέκτησε ανώτερη [[μόρφωση]], μορφωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποβάλλω]] κάποιον σε κόπους και βάσανα, σε επίμονη όχληση και [[ταλαιπωρία]], [[ταλαιπωρώ]], [[τυραννώ]], [[βασανίζω]] («μέ παίδεψε ώσπου να το καταλάβει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[παιδί]]) [[ανατρέφω]], [[μεγαλώνω]] («λευκὸν αὐτὴν ἐπαίδευσε [[γάλα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διδάσκω]] κάποιον, [[μαθαίνω]] σε κάποιον [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>(απολ.)</b> [[παρέχω]] γνώσεις<br /><b>4.</b> [[σωφρονίζω]] («διαίτη δὲ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ με ενεργ. σημ.) <i>παιδεύομαι</i><br />[[εκπαιδεύω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ενεργώ]] ώστε να διδαχθεί, να εκπαιδευθεί [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i>. Η αρχική σημ. του ρ. [[παιδεύω]] «[[ανατρέφω]], [[μεγαλώνω]] [[παιδιά]]» εξελίχθηκε «ἐπί καλῶ» μεν στη σημ. «[[εκπαιδεύω]], [[διδάσκω]], [[παιδαγωγώ]]», «ἐπὶ κακῷ» δε στη σημ. «[[τιμωρώ]], [[τυραννώ]], [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]», λόγω τών πειθαρχικών τιμωριών που υφίσταντο τα [[παιδιά]] στα πλαίσια του παλαιού σχολείου και σύμφωνα με τις αρχές της παραδοσιακής αγωγής].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπαίδευσα</i>, παρακ. <i>πεπαίδευκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>παιδεύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπαιδευσάμην</i>, Παθ. μέλ. <i>παιδευθήσομαι</i>, επίσης Μέσ. <i>παιδεύσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπαιδεύθην</i>, παρακ. <i>πεπαίδευμαι</i>· ([[παῖς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] ή [[ανατρέφω]] [[παιδί]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[κυρίως]], αντίθ. προς το [[τρέφω]], [[εκπαιδεύω]], [[διδάσκω]], [[μορφώνω]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>παιδεύειν τινὰ μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ</i>, σε Πλάτ.· <i>ἐν μουσικῇ</i>, στον ίδ.· [[παιδεύω]] τινὰ εἰς πρὸς ἀρετήν, στον ίδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[παιδεύω]] τινά τι, [[διδάσκω]] [[κάτι]] σε κάποιον, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., <i>τινὰ κιθαρίζειν</i>, σε Ηρόδ.· και [[χωρίς]] απαρ., [[παιδεύω]] γυναῖκας [[σώφρονας]] ([[εἶναι]]), σε Ευρ.· απ' όπου, στην Παθ. με αιτ. πράγμ., διδάσκομαι ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.· απόλ., <i>ὁ [[πεπαιδευμένος]]</i>, [[άνθρωπος]] [[εγγράμματος]], αντίθ. προς [[ἀπαίδευτος]] ή [[ἰδιώτης]], σε Ξεν., Πλάτ. — Μέσ., [[διδάσκω]] κάποιον, τον [[προκαλώ]] να διδαχθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[τιμωρώ]], [[επιβάλλω]] [[πειθαρχία]], σε Σοφ., Ξεν.· [[τιμωρώ]] με ξυλοδαρμό, [[κολάζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}