Anonymous

παιδεύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπαίδευσα</i>, παρακ. <i>πεπαίδευκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>παιδεύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπαιδευσάμην</i>, Παθ. μέλ. <i>παιδευθήσομαι</i>, επίσης Μέσ. <i>παιδεύσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπαιδεύθην</i>, παρακ. <i>πεπαίδευμαι</i>· ([[παῖς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] ή [[ανατρέφω]] [[παιδί]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[κυρίως]], αντίθ. προς το [[τρέφω]], [[εκπαιδεύω]], [[διδάσκω]], [[μορφώνω]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>παιδεύειν τινὰ μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ</i>, σε Πλάτ.· <i>ἐν μουσικῇ</i>, στον ίδ.· [[παιδεύω]] τινὰ εἰς πρὸς ἀρετήν, στον ίδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[παιδεύω]] τινά τι, [[διδάσκω]] [[κάτι]] σε κάποιον, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., <i>τινὰ κιθαρίζειν</i>, σε Ηρόδ.· και [[χωρίς]] απαρ., [[παιδεύω]] γυναῖκας [[σώφρονας]] ([[εἶναι]]), σε Ευρ.· απ' όπου, στην Παθ. με αιτ. πράγμ., διδάσκομαι ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.· απόλ., <i>ὁ [[πεπαιδευμένος]]</i>, [[άνθρωπος]] [[εγγράμματος]], αντίθ. προς [[ἀπαίδευτος]] ή [[ἰδιώτης]], σε Ξεν., Πλάτ. — Μέσ., [[διδάσκω]] κάποιον, τον [[προκαλώ]] να διδαχθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[τιμωρώ]], [[επιβάλλω]] [[πειθαρχία]], σε Σοφ., Ξεν.· [[τιμωρώ]] με ξυλοδαρμό, [[κολάζω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπαίδευσα</i>, παρακ. <i>πεπαίδευκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>παιδεύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπαιδευσάμην</i>, Παθ. μέλ. <i>παιδευθήσομαι</i>, επίσης Μέσ. <i>παιδεύσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπαιδεύθην</i>, παρακ. <i>πεπαίδευμαι</i>· ([[παῖς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τρέφω]] ή [[ανατρέφω]] [[παιδί]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[κυρίως]], αντίθ. προς το [[τρέφω]], [[εκπαιδεύω]], [[διδάσκω]], [[μορφώνω]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>παιδεύειν τινὰ μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ</i>, σε Πλάτ.· <i>ἐν μουσικῇ</i>, στον ίδ.· [[παιδεύω]] τινὰ εἰς πρὸς ἀρετήν, στον ίδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[παιδεύω]] τινά τι, [[διδάσκω]] [[κάτι]] σε κάποιον, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., <i>τινὰ κιθαρίζειν</i>, σε Ηρόδ.· και [[χωρίς]] απαρ., [[παιδεύω]] γυναῖκας [[σώφρονας]] ([[εἶναι]]), σε Ευρ.· απ' όπου, στην Παθ. με αιτ. πράγμ., διδάσκομαι ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ.· απόλ., <i>ὁ [[πεπαιδευμένος]]</i>, [[άνθρωπος]] [[εγγράμματος]], αντίθ. προς [[ἀπαίδευτος]] ή [[ἰδιώτης]], σε Ξεν., Πλάτ. — Μέσ., [[διδάσκω]] κάποιον, τον [[προκαλώ]] να διδαχθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[τιμωρώ]], [[επιβάλλω]] [[πειθαρχία]], σε Σοφ., Ξεν.· [[τιμωρώ]] με ξυλοδαρμό, [[κολάζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=παιδεύω [παῖς] grootbrengen, opvoeden, onderwijzen, trainen:; ἐπαιδεύθην ξένος ik werd grootgebracht in ballingschap Soph. OC 562; τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν … ὁ ποιητής de dichter (Homerus) is de opvoeder van Hellas Plat. Resp. 606e; σε Θῆβαί γ ’ οὐκ ἐπαίδευσαν κακόν niet Thebe heeft je een slechte opvoeding gegeven Soph. OC 919; ἔστι δὲ τέτταρα … ἃ παιδεύειν εἰώθασι er zijn vier disciplines die men gewoonlijk onderwijst Aristot. Pol. 1337b23; τοὺς στρατιώτας... ἐπαιδεύομεν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ we onderwezen de soldaten in/door muziek en gymnastiek Plat. Resp. 430a; παιδεύοντας ἐν τοῖς τῶν τεθνεώτων ἔργοις τοὺς ζῶντας de levenden opvoeden in de daden van de gestorvenen Lys. 2.3; γυναῖκας σώφρονας παιδεύετε jullie voeden vrouwen op tot kuisheid Eur. Andr. 601; παιδεύειν ἀνθρώπους εἰς ἀρετήν mensen tot deugd opvoeden Plat. Grg. 519e; καπηλεύειν παιδεύειν τοὺς παῖδας de kinderen leren handeldrijven Hdt. 1.155.4; causat. laten opvoeden:, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε hij liet hem bij Ariphron opvoeden Plat. Prot. 320a, meestal med.; ptc. perf. πεπαιδευμένος ontwikkeld, geschoold. discipline bijbrengen; ook van dieren; ὄρνιθες δ ’ ἐπεπαίδευντό σοι vogels zijn door jou getraind Xen. Cyr. 1.6.39; overdr..; ἡ γὰρ εὐτραπελία πεπαιδευμένη ὕβρις ἐστίν geestigheid is gedisciplineerde brutaliteit Aristot. Rh. 1389b11; tuchtigen, slaan. NT Luc. 23.16.
}}
}}