ὀφείλω: Difference between revisions

3,507 bytes added ,  31 December 2018
5
(30)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀφείλω]], Α και [[ὀφειλέω]], επικ. και αρκαδ. τ. [[ὀφέλλω]], αρκαδ. τ. και ὀφήλω)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[οφειλέτης]], [[χρωστώ]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[ιδίως]] χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ<br />β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αναγνωρίζω]] [[κάτι]] καλό που μού έκανε [[κάποιος]] και [[χρωστώ]] [[ευεργεσία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] υποχρεωμένος, έχω [[καθήκον]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «οφείλεις να είσαι ευγενέστερος» β. «ἄλλοτέ περ καὶ μᾱλλον ὀφέλλετε ταῡτα πενέσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μέσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το οφειλόμενο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[οφειλή]], το [[χρέος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ο πρτ. και ο αόρ. β') [[ὤφελλον]] ή <i>ὄφελλον</i> και [[ὤφελον]] ή <i>ὄφελον</i><br />α) (για πράγματα τα οποία δεν έχει πράξει [[κάποιος]], [[αλλά]] τα οποία θα έπρεπε να είχαν γίνει) θα έπρεπε («ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (όταν ακολουθεί απρμφ. ενεστ. ή αορ. και ενώ [[συχνά]] προτάσσονται το [[είθε]], [[αίθε]], <i>ως</i>, <i>ως δη</i> για να κάνουν μία [[ευχή]] ισχυρότερη, για [[δήλωση]] ανεκπλήρωτης επιθυμίας) [[είθε]], [[μακάρι]] να... («ὡς πρὶν διδάξαι γ' [[ὤφελες]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[δικανικός]] όρος) α) [[είμαι]] υποχρεωμένος να δώσω<br />β) [[υφίσταμαι]] την [[τιμωρία]] να πληρώσω [[πρόστιμο]] («[[ὀφείλω]] διπλῆν τὴν βλάβην» — [[χρωστώ]] να πληρώσω [[διπλή]] τη [[ζημιά]], Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀφείλομαι</i><br />[[υπόκειμαι]] («θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ὀφείλει</i><br />[[είναι]] αναγκαίο, [[πρέπει]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ὀφείλων</i>, <i>ὀφείλουσα</i>, <i>ὀφεῑλον</i><br />αυτός που [[πρέπει]] να γίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο ενεστ. [[ὀφείλω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>οφέλ</i>-<i>νω</i>) μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>operote</i> = οφείλοντες, <i>operosa</i> = οφείλουσα, <i>opero</i>), όπου η [[αμφισημία]] του φωνήεντος της δεύτερης συλλαβής δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί με [[βεβαιότητα]] η αρχική [[μορφή]] του ρήματος. Από το θ. του ενεστ. <i>ὀφελ</i>- / <i>ὀφειλ</i>- έχουν σχηματιστεί ο [[θεματικός]] αόρ. [[ὤφελον]] (<b>πρβλ.</b> [[θείνω]]: <i>έπεφνον</i>) και οι μέλλ., αόρ. α' και παρακμ. <i>ὀφειλήσω</i>, <i>ὠφείλησα</i>, <i>ὠφείληκα</i>. Ο αόρ. β' [[ὦφλον]] (μυκην. <i>oporo</i>) με σημ. πιο περιορισμένη και [[τεχνική]] ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ὀφελ</i>-. Από το θ. <i>ὀφλ</i>- του αορ. [[ὦφλον]] οι μέλλ., αόρ. α' και παρακμ. <i>ὀφλήσω</i>, <i>ὤφλησα</i>, <i>ὤφληκα</i>, όπως και το ρ. <i>ὀφλ</i>-<i>ισκ</i>-<i>άνω</i> με διπλό [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[αμβλισκάνω]]). Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το θ. του ρήματος <i>οφελ</i>- [[είναι]] σύνθ. από την [[πρόθεση]] <i>ὀπί</i> = <i>ἐπί</i> και <i>το</i> θ. <i>ἑλ</i>- του [[εἷλον]] αόρ. β' του <i>αἱρῶ</i> «[[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]]» και ότι ο αόρ. β' [[ὦφλον]] έχει προέλθει με [[συγκοπή]] από τον θεματικό αόρ. [[ὤφελον]]. Στη Μυκηναϊκή, [[τέλος]], μαρτυρείται και ο τ. <i>opero</i> = [[ὄφελος]] «[[έλλειψη]], [[στέρηση]], [[έλλειμμα]], [[οφειλή]], [[χρέος]]», η σημ. του οποίου οδήγησε ορισμένους να συνδέσουν το ρ. [[ὀφείλω]] με το ρ. [[ὀφέλλω]] (II) (<b>βλ. λ.</b> [[οφέλλω]] [ΙΙ])].
|mltxt=(ΑΜ [[ὀφείλω]], Α και [[ὀφειλέω]], επικ. και αρκαδ. τ. [[ὀφέλλω]], αρκαδ. τ. και ὀφήλω)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[οφειλέτης]], [[χρωστώ]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[ιδίως]] χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ<br />β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αναγνωρίζω]] [[κάτι]] καλό που μού έκανε [[κάποιος]] και [[χρωστώ]] [[ευεργεσία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] υποχρεωμένος, έχω [[καθήκον]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (α. «οφείλεις να είσαι ευγενέστερος» β. «ἄλλοτέ περ καὶ μᾱλλον ὀφέλλετε ταῡτα πενέσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μέσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το οφειλόμενο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[οφειλή]], το [[χρέος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ο πρτ. και ο αόρ. β') [[ὤφελλον]] ή <i>ὄφελλον</i> και [[ὤφελον]] ή <i>ὄφελον</i><br />α) (για πράγματα τα οποία δεν έχει πράξει [[κάποιος]], [[αλλά]] τα οποία θα έπρεπε να είχαν γίνει) θα έπρεπε («ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (όταν ακολουθεί απρμφ. ενεστ. ή αορ. και ενώ [[συχνά]] προτάσσονται το [[είθε]], [[αίθε]], <i>ως</i>, <i>ως δη</i> για να κάνουν μία [[ευχή]] ισχυρότερη, για [[δήλωση]] ανεκπλήρωτης επιθυμίας) [[είθε]], [[μακάρι]] να... («ὡς πρὶν διδάξαι γ' [[ὤφελες]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[δικανικός]] όρος) α) [[είμαι]] υποχρεωμένος να δώσω<br />β) [[υφίσταμαι]] την [[τιμωρία]] να πληρώσω [[πρόστιμο]] («[[ὀφείλω]] διπλῆν τὴν βλάβην» — [[χρωστώ]] να πληρώσω [[διπλή]] τη [[ζημιά]], Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀφείλομαι</i><br />[[υπόκειμαι]] («θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ὀφείλει</i><br />[[είναι]] αναγκαίο, [[πρέπει]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ὀφείλων</i>, <i>ὀφείλουσα</i>, <i>ὀφεῑλον</i><br />αυτός που [[πρέπει]] να γίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο ενεστ. [[ὀφείλω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>οφέλ</i>-<i>νω</i>) μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>operote</i> = οφείλοντες, <i>operosa</i> = οφείλουσα, <i>opero</i>), όπου η [[αμφισημία]] του φωνήεντος της δεύτερης συλλαβής δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί με [[βεβαιότητα]] η αρχική [[μορφή]] του ρήματος. Από το θ. του ενεστ. <i>ὀφελ</i>- / <i>ὀφειλ</i>- έχουν σχηματιστεί ο [[θεματικός]] αόρ. [[ὤφελον]] (<b>πρβλ.</b> [[θείνω]]: <i>έπεφνον</i>) και οι μέλλ., αόρ. α' και παρακμ. <i>ὀφειλήσω</i>, <i>ὠφείλησα</i>, <i>ὠφείληκα</i>. Ο αόρ. β' [[ὦφλον]] (μυκην. <i>oporo</i>) με σημ. πιο περιορισμένη και [[τεχνική]] ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ὀφελ</i>-. Από το θ. <i>ὀφλ</i>- του αορ. [[ὦφλον]] οι μέλλ., αόρ. α' και παρακμ. <i>ὀφλήσω</i>, <i>ὤφλησα</i>, <i>ὤφληκα</i>, όπως και το ρ. <i>ὀφλ</i>-<i>ισκ</i>-<i>άνω</i> με διπλό [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[αμβλισκάνω]]). Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το θ. του ρήματος <i>οφελ</i>- [[είναι]] σύνθ. από την [[πρόθεση]] <i>ὀπί</i> = <i>ἐπί</i> και <i>το</i> θ. <i>ἑλ</i>- του [[εἷλον]] αόρ. β' του <i>αἱρῶ</i> «[[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]]» και ότι ο αόρ. β' [[ὦφλον]] έχει προέλθει με [[συγκοπή]] από τον θεματικό αόρ. [[ὤφελον]]. Στη Μυκηναϊκή, [[τέλος]], μαρτυρείται και ο τ. <i>opero</i> = [[ὄφελος]] «[[έλλειψη]], [[στέρηση]], [[έλλειμμα]], [[οφειλή]], [[χρέος]]», η σημ. του οποίου οδήγησε ορισμένους να συνδέσουν το ρ. [[ὀφείλω]] με το ρ. [[ὀφέλλω]] (II) (<b>βλ. λ.</b> [[οφέλλω]] [ΙΙ])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀφείλω:''' παρατ. [[ὤφειλον]], Επικ. [[ὀφέλλω]], παρατ. [[ὤφελλον]] ή [[ὄφελλον]], μέλ. <i>ὀφειλήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὠφείλησα]], παρακ. [[ὠφείληκα]], υπερσ. <i>-ήκειν</i>· αόρ. βʹ, βλ. κατωτ. II. 2. 3. — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>ὀφειληθείς</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οφείλω]], [[χρωστώ]], πρέπει να πληρώσω ή να [[δώσω]] [[εξήγηση]] για, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ὀφείλω]] τινί, είμαι [[οφειλέτης]] κάποιου, [[χρωστώ]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι [[υπόχρεος]], έχω [[χρέος]], στον ίδ. — Παθ., είμαι το [[αντικείμενο]] μιας οφειλής, ενός χρέους, είμαι αυτό το οποίο οφείλεται, σε Όμηρ., Αττ.· λέγεται για πρόσωπα, [[υπόκειμαι]] σε, <i>θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα</i> (όπως το debemur morti του Οράτ.), σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με απαρ., είμαι υποχρεωμένος, αναγκασμένος να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Παθ., σοὶ ταῦτ' ὀφείλεται [[παθεῖν]], είναι το πεπρωμένο [[σου]] να το υποφέρεις αυτό, σε Σοφ.· <i>πᾶσιν κατθανεῖν ὀφείλεται</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]], Επικ. παρατ. [[ὤφελλον]], [[ὄφελλον]], αόρ. βʹ [[ὤφελον]], [[ὄφελον]], χρησιμ. για να δηλώσουν αυτό το οποίο [[κάποιος]] όφειλε να έχει κάνει, <i>ὤφελεν εὔχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> αυτοί οι χρόνοι ακολουθ. επίσης από απαρ., για να εκφράσουν μια [[ευχή]] που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί· τὴν ὄφελε [[κατακτάμεν]] [[Ἄρτεμις]], [[μακάρι]] η Άρτεμις να την είχε κατακρεουργήσει! ([[αλλά]] δεν το έκανε, Λατ. [[utinam]] interfecisset! σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]], προηγείται το [[εἴθε]](Επικ. [[αἴθε]])· αἴθ' ὄφελες ἄγονός τ' [[ἔμεναι]], [[μακάρι]] να μην είχες γεννηθεί! στο ίδ.· αἴθ' ὤφελλ' ὁ [[ξεῖνος]] [[ὀλέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως με το <i>ὡς</i>· ὡς [[ὄφελον]] [[ὀλέσθαι]], [[μακάρι]] να είχα αφανιστεί, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡςὤφελες [[ὀλέσθαι]], στο ίδ.· με [[άρνηση]], <i>μηδ' ὄφελες λίσσεσθαι</i>, [[μακάρι]] να μην είχες [[ποτέ]] ικετεύσει! στο ίδ.· ομοίως στην Αττ.· στη μεταγεν. Ελληνική με οριστ. [[ὄφελον]] ἐβασιλεύσατε αντί <i>βασιλεῦσαι</i>, [[μακάρι]] να ήσαστε βασιλιάδες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>ὀφείλει</i>, Λατ. [[oportet]], πρέπει, με αιτ. και απαρ., σε Πίνδ.
}}
}}