Anonymous

ὀφείλω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀφείλω:''' παρατ. [[ὤφειλον]], Επικ. [[ὀφέλλω]], παρατ. [[ὤφελλον]] ή [[ὄφελλον]], μέλ. <i>ὀφειλήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὠφείλησα]], παρακ. [[ὠφείληκα]], υπερσ. <i>-ήκειν</i>· αόρ. βʹ, βλ. κατωτ. II. 2. 3. — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>ὀφειληθείς</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οφείλω]], [[χρωστώ]], πρέπει να πληρώσω ή να [[δώσω]] [[εξήγηση]] για, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ὀφείλω]] τινί, είμαι [[οφειλέτης]] κάποιου, [[χρωστώ]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι [[υπόχρεος]], έχω [[χρέος]], στον ίδ. — Παθ., είμαι το [[αντικείμενο]] μιας οφειλής, ενός χρέους, είμαι αυτό το οποίο οφείλεται, σε Όμηρ., Αττ.· λέγεται για πρόσωπα, [[υπόκειμαι]] σε, <i>θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα</i> (όπως το debemur morti του Οράτ.), σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με απαρ., είμαι υποχρεωμένος, αναγκασμένος να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Παθ., σοὶ ταῦτ' ὀφείλεται [[παθεῖν]], είναι το πεπρωμένο [[σου]] να το υποφέρεις αυτό, σε Σοφ.· <i>πᾶσιν κατθανεῖν ὀφείλεται</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]], Επικ. παρατ. [[ὤφελλον]], [[ὄφελλον]], αόρ. βʹ [[ὤφελον]], [[ὄφελον]], χρησιμ. για να δηλώσουν αυτό το οποίο [[κάποιος]] όφειλε να έχει κάνει, <i>ὤφελεν εὔχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> αυτοί οι χρόνοι ακολουθ. επίσης από απαρ., για να εκφράσουν μια [[ευχή]] που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί· τὴν ὄφελε [[κατακτάμεν]] [[Ἄρτεμις]], [[μακάρι]] η Άρτεμις να την είχε κατακρεουργήσει! ([[αλλά]] δεν το έκανε, Λατ. [[utinam]] interfecisset! σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]], προηγείται το [[εἴθε]](Επικ. [[αἴθε]])· αἴθ' ὄφελες ἄγονός τ' [[ἔμεναι]], [[μακάρι]] να μην είχες γεννηθεί! στο ίδ.· αἴθ' ὤφελλ' ὁ [[ξεῖνος]] [[ὀλέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως με το <i>ὡς</i>· ὡς [[ὄφελον]] [[ὀλέσθαι]], [[μακάρι]] να είχα αφανιστεί, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡςὤφελες [[ὀλέσθαι]], στο ίδ.· με [[άρνηση]], <i>μηδ' ὄφελες λίσσεσθαι</i>, [[μακάρι]] να μην είχες [[ποτέ]] ικετεύσει! στο ίδ.· ομοίως στην Αττ.· στη μεταγεν. Ελληνική με οριστ. [[ὄφελον]] ἐβασιλεύσατε αντί <i>βασιλεῦσαι</i>, [[μακάρι]] να ήσαστε βασιλιάδες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>ὀφείλει</i>, Λατ. [[oportet]], πρέπει, με αιτ. και απαρ., σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὀφείλω:''' παρατ. [[ὤφειλον]], Επικ. [[ὀφέλλω]], παρατ. [[ὤφελλον]] ή [[ὄφελλον]], μέλ. <i>ὀφειλήσω</i>, αόρ. αʹ [[ὠφείλησα]], παρακ. [[ὠφείληκα]], υπερσ. <i>-ήκειν</i>· αόρ. βʹ, βλ. κατωτ. II. 2. 3. — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>ὀφειληθείς</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οφείλω]], [[χρωστώ]], πρέπει να πληρώσω ή να [[δώσω]] [[εξήγηση]] για, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ὀφείλω]] τινί, είμαι [[οφειλέτης]] κάποιου, [[χρωστώ]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι [[υπόχρεος]], έχω [[χρέος]], στον ίδ. — Παθ., είμαι το [[αντικείμενο]] μιας οφειλής, ενός χρέους, είμαι αυτό το οποίο οφείλεται, σε Όμηρ., Αττ.· λέγεται για πρόσωπα, [[υπόκειμαι]] σε, <i>θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα</i> (όπως το debemur morti του Οράτ.), σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με απαρ., είμαι υποχρεωμένος, αναγκασμένος να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. — Παθ., σοὶ ταῦτ' ὀφείλεται [[παθεῖν]], είναι το πεπρωμένο [[σου]] να το υποφέρεις αυτό, σε Σοφ.· <i>πᾶσιν κατθανεῖν ὀφείλεται</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]], Επικ. παρατ. [[ὤφελλον]], [[ὄφελλον]], αόρ. βʹ [[ὤφελον]], [[ὄφελον]], χρησιμ. για να δηλώσουν αυτό το οποίο [[κάποιος]] όφειλε να έχει κάνει, <i>ὤφελεν εὔχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> αυτοί οι χρόνοι ακολουθ. επίσης από απαρ., για να εκφράσουν μια [[ευχή]] που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί· τὴν ὄφελε [[κατακτάμεν]] [[Ἄρτεμις]], [[μακάρι]] η Άρτεμις να την είχε κατακρεουργήσει! ([[αλλά]] δεν το έκανε, Λατ. [[utinam]] interfecisset! σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]], προηγείται το [[εἴθε]](Επικ. [[αἴθε]])· αἴθ' ὄφελες ἄγονός τ' [[ἔμεναι]], [[μακάρι]] να μην είχες γεννηθεί! στο ίδ.· αἴθ' ὤφελλ' ὁ [[ξεῖνος]] [[ὀλέσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως με το <i>ὡς</i>· ὡς [[ὄφελον]] [[ὀλέσθαι]], [[μακάρι]] να είχα αφανιστεί, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡςὤφελες [[ὀλέσθαι]], στο ίδ.· με [[άρνηση]], <i>μηδ' ὄφελες λίσσεσθαι</i>, [[μακάρι]] να μην είχες [[ποτέ]] ικετεύσει! στο ίδ.· ομοίως στην Αττ.· στη μεταγεν. Ελληνική με οριστ. [[ὄφελον]] ἐβασιλεύσατε αντί <i>βασιλεῦσαι</i>, [[μακάρι]] να ήσαστε βασιλιάδες, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III.</b> απρόσ., <i>ὀφείλει</i>, Λατ. [[oportet]], πρέπει, με αιτ. και απαρ., σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφείλω:''' (fut. ὀφειλήσω, aor. 1 [[ὠφείλησα]], эп.-ион. aor. 2 - только для знач. 2 и 3 - [[ὤφελον]], pf. [[ὠφείληκα]]; aor. pass. [[ὠφειλήθην]])<br /><b class="num">1)</b> быть должным, задолжать: πολέσιν ὀ. [[χρεῖος]] Hom. задолжать многим; οἱ ὀφείλοντες Plut. должники; τὰ ὀφειλόμενα χρήματα Xen. денежный долг, задолженность; τοῖς στρατιώταις ὠφείλετο μισθὸς [[πλέον]] ἢ τριῶν μηνῶν Xen. солдатам причиталось жалование больше, чем за три месяца; ὀ. τῷ δημοσίῳ Arph. задолжать казне, быть недоимщиком; ἀγορεύειν τὴν ζημίαν ὀ. Lys. приговаривать к уплате штрафа; ὀ. [[δίκην]] Plat. быть осужденным;<br /><b class="num">2)</b> быть или считать себя обязанным, считать своим долгом (ἐγὼ δὲ [[ὀφείλω]] λέγειν τὰ λεγόμενα, πείθεσθαί γε [[μέν]] οὐ [[παντάπασι]] [[ὀφείλω]] Her.): ὀ. ὑπόσχεσιν Xen. связывать себя обещаниями; ὀ. τινὶ πολλὴν [[χάριν]] Soph. быть обязанным кому-л. многими благодеяниями;<br /><b class="num">3)</b> impers. ὀφείλεται необходимо, следует, должно, приходится, суждено (σοὶ τοῦτ᾽ ὀφείλεται [[παθεῖν]] Soph.; βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται Men.): ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι Hom. ему следовало бы молить бессмертных; (в пожеланиях, преимущ. в сожалениях о несбывшемся): αἴθ᾽ [[ἅμα]] πάντες Ἓκτορος ὠφέλετ᾽ ἀντὶ [[πεφάσθαι]] Hom. вам бы всем следовало погибнуть вместо Гектора; ὡς μήποτ᾽ ὤφελε! Xen. (о прошлом) ах, если бы этого никогда не случилось!
}}
}}