πάππος: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, [[πάπος]], Α<br /><b>1.</b> ο [[πατέρας]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας σε [[σχέση]] με τα [[τέκνα]] τους, ο [[παππούς]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πάπποι</i><br />οι πρόγονοι («ὡς γενναῑός τις ἑπτὰ πάππους πλουσίους ἔχων ἀποφῆναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[λοφίο]] ή [[στεφάνη]] από λεπτοφυές και μαλλώδες [[χνούδι]] που αναπτύσσεται στο [[άκρο]] τών σπερμάτων ορισμένων [[φυτών]] της οικογένειας τών συνθέτων και [[μετά]] την [[ωρίμαση]] του καρπού διασπείρεται από τον άνεμο και λειτουργεί σαν [[αλεξίπτωτο]], εξασφαλίζοντας [[έτσι]] τον πολλαπλασιασμό του είδους, γνωστό [[σήμερα]] και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[κλέφτης]] («γραίας ἀκάνθης [[πάππος]] ὥς φυσώμενος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πάππου [[προς]] πάππου» — από παλαιά [[παράδοση]], [[κατά]] πατροπαράδοτο τρόπο, από τα πατρογονικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Πάππος</i><br />σατυρικό [[πρόσωπο]] σε κωμικό [[δράμα]]<br /><b>2.</b> (στον τ. [[πάπος]]) [[είδος]] αρωματικού λιβάνου<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[ακανθίς]]<br /><b>4.</b> το πρώτο [[χνούδι]] στο [[επάνω]] [[χείλος]] και στο [[πιγούνι]] τών εφήβων<br /><b>5.</b> το μικρό [[πτηνό]] [[υπολαΐς]], στη [[φωλιά]] του οποίου εναποθέτει ο [[κούκος]] τα αβγά του<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι γονείς του [[πατέρα]] ή της μητέρας, ο [[παππούς]] και η [[γιαγιά]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πάππας]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, [[πάπος]], Α<br /><b>1.</b> ο [[πατέρας]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας σε [[σχέση]] με τα [[τέκνα]] τους, ο [[παππούς]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πάπποι</i><br />οι πρόγονοι («ὡς γενναῑός τις ἑπτὰ πάππους πλουσίους ἔχων ἀποφῆναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[λοφίο]] ή [[στεφάνη]] από λεπτοφυές και μαλλώδες [[χνούδι]] που αναπτύσσεται στο [[άκρο]] τών σπερμάτων ορισμένων [[φυτών]] της οικογένειας τών συνθέτων και [[μετά]] την [[ωρίμαση]] του καρπού διασπείρεται από τον άνεμο και λειτουργεί σαν [[αλεξίπτωτο]], εξασφαλίζοντας [[έτσι]] τον πολλαπλασιασμό του είδους, γνωστό [[σήμερα]] και με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[κλέφτης]] («γραίας ἀκάνθης [[πάππος]] ὥς φυσώμενος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πάππου [[προς]] πάππου» — από παλαιά [[παράδοση]], [[κατά]] πατροπαράδοτο τρόπο, από τα πατρογονικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Πάππος</i><br />σατυρικό [[πρόσωπο]] σε κωμικό [[δράμα]]<br /><b>2.</b> (στον τ. [[πάπος]]) [[είδος]] αρωματικού λιβάνου<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[ακανθίς]]<br /><b>4.</b> το πρώτο [[χνούδι]] στο [[επάνω]] [[χείλος]] και στο [[πιγούνι]] τών εφήβων<br /><b>5.</b> το μικρό [[πτηνό]] [[υπολαΐς]], στη [[φωλιά]] του οποίου εναποθέτει ο [[κούκος]] τα αβγά του<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι γονείς του [[πατέρα]] ή της μητέρας, ο [[παππούς]] και η [[γιαγιά]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πάππας]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάππος:''' ὁ (συγγενές προς το [[πάππας]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παππούς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., οι παππούδες κάποιου, πρόγονοι, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μικρό πουλί, σε Αριστοφ.
}}
}}