Anonymous

πάππος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάππος:''' ὁ (συγγενές προς το [[πάππας]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παππούς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., οι παππούδες κάποιου, πρόγονοι, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μικρό πουλί, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πάππος:''' ὁ (συγγενές προς το [[πάππας]])·<br /><b class="num">I.</b> [[παππούς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., οι παππούδες κάποιου, πρόγονοι, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> μικρό πουλί, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πάππος -ου, ὁ [~ πάππας] grootvader:; π. ὁ πρὸς πατρὸς ἢ μητρός grootvader van vaders- of moederskant Plat. Lg. 856d; plur. ook alg. voorouders.
}}
}}