παρελαύνω: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ / και παρελάω Α [[ελαύνω]]<br />[[διέρχομαι]] [[κοντά]] από [[κάτι]], [[περνώ]] [[μπροστά]] από [[κάπου]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) [[περνώ]] [[κατά]] [[φάλαγγα]] ή [[κατά]] [[παραγωγή]] [[μπροστά]] από αρχηγό ή από τιμώμενο [[πρόσωπο]], [[περνώ]] από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης [[μετά]] από [[επιθεώρηση]] ή [[τελετή]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> πλέοντας [[κατά]] [[παραγωγή]] [[καταφθάνω]] και [[αντιπαραπλέω]] τον εχθρό βάλλοντας διαδοχικά [[εναντίον]] του («[[παρελαύνω]] τους πολεμίους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για οχήματα που τρέχουν [[κατά]] αντίθετη [[φορά]]) [[αντιπαρέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (για οχήματα που τρέχουν [[κατά]] την [[ίδια]] [[φορά]]) [[ξεπερνώ]], [[προσπερνώ]]<br /><b>3.</b> [[προσπερνώ]] πλέοντος<br /><b>4.</b> [[απέρχομαι]], απομακρύνομαι βιαστικά [[πάνω]] σε όχημα («ταῡτ' εἰπὼν παρήλαυνε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[οδηγώ]] δίφρο, [[άρμα]], [[άλογο]]<br /><b>6.</b> [[επιβαίνω]] σε [[άρμα]] ή [[άλογο]] («παρελαύνων ἐφ ἅρματος», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΝΑ / και παρελάω Α [[ελαύνω]]<br />[[διέρχομαι]] [[κοντά]] από [[κάτι]], [[περνώ]] [[μπροστά]] από [[κάπου]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) [[περνώ]] [[κατά]] [[φάλαγγα]] ή [[κατά]] [[παραγωγή]] [[μπροστά]] από αρχηγό ή από τιμώμενο [[πρόσωπο]], [[περνώ]] από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης [[μετά]] από [[επιθεώρηση]] ή [[τελετή]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> πλέοντας [[κατά]] [[παραγωγή]] [[καταφθάνω]] και [[αντιπαραπλέω]] τον εχθρό βάλλοντας διαδοχικά [[εναντίον]] του («[[παρελαύνω]] τους πολεμίους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για οχήματα που τρέχουν [[κατά]] αντίθετη [[φορά]]) [[αντιπαρέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (για οχήματα που τρέχουν [[κατά]] την [[ίδια]] [[φορά]]) [[ξεπερνώ]], [[προσπερνώ]]<br /><b>3.</b> [[προσπερνώ]] πλέοντος<br /><b>4.</b> [[απέρχομαι]], απομακρύνομαι βιαστικά [[πάνω]] σε όχημα («ταῡτ' εἰπὼν παρήλαυνε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[οδηγώ]] δίφρο, [[άρμα]], [[άλογο]]<br /><b>6.</b> [[επιβαίνω]] σε [[άρμα]] ή [[άλογο]] («παρελαύνων ἐφ ἅρματος», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρελαύνω:''' ή -ελάω, μέλ. <i>-ελάσω</i>, Αττ. <i>-ελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-ήλᾰσα</i>, Επικ. <i>-έλασσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] δίπλα ή πέρα, ἐναντίω δυ' ἅρματε [[παρελαύνω]], τα [[οδηγώ]] ενάντια το ένα προς το [[άλλο]], σε Αριστοφ.· [[τὰς]] αἶγας παρελᾶντα (μτχ. Δωρ. ενεστ.), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ.,<br /><b class="num">1.</b> [[οδηγώ]] [[πλησίον]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]] με αιτ. προσ., [[παρέρχομαι]], [[ξεπερνώ]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κωπηλατώ]] ή [[παραπλέω]], σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. προσ., <i>Σειρῆνας παρήλασσε</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ιππεύω]] [[πλησίον]], [[τρέχω]] δίπλα, με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> σπανιότερα, [[ελαύνω]], [[ορμώ]] προς, στον ίδ.· [[ιππεύω]] στο δρόμο κάποιου, στον ίδ.
}}
}}