Anonymous

παρελαύνω: Difference between revisions

From LSJ
31
(Autenrieth)
(31)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=fut. παρελάσσεις, aor. [[παρέλασσε]], -ήλασαν: [[drive]] by, [[sail]] by; τινὰ ἵπποισιν, νηί, Ψ , Od. 12.186, 197.
|auten=fut. παρελάσσεις, aor. [[παρέλασσε]], -ήλασαν: [[drive]] by, [[sail]] by; τινὰ ἵπποισιν, νηί, Ψ , Od. 12.186, 197.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ / και παρελάω Α [[ελαύνω]]<br />[[διέρχομαι]] [[κοντά]] από [[κάτι]], [[περνώ]] [[μπροστά]] από [[κάπου]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) [[περνώ]] [[κατά]] [[φάλαγγα]] ή [[κατά]] [[παραγωγή]] [[μπροστά]] από αρχηγό ή από τιμώμενο [[πρόσωπο]], [[περνώ]] από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης [[μετά]] από [[επιθεώρηση]] ή [[τελετή]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> πλέοντας [[κατά]] [[παραγωγή]] [[καταφθάνω]] και [[αντιπαραπλέω]] τον εχθρό βάλλοντας διαδοχικά [[εναντίον]] του («[[παρελαύνω]] τους πολεμίους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για οχήματα που τρέχουν [[κατά]] αντίθετη [[φορά]]) [[αντιπαρέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (για οχήματα που τρέχουν [[κατά]] την [[ίδια]] [[φορά]]) [[ξεπερνώ]], [[προσπερνώ]]<br /><b>3.</b> [[προσπερνώ]] πλέοντος<br /><b>4.</b> [[απέρχομαι]], απομακρύνομαι βιαστικά [[πάνω]] σε όχημα («ταῡτ' εἰπὼν παρήλαυνε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[οδηγώ]] δίφρο, [[άρμα]], [[άλογο]]<br /><b>6.</b> [[επιβαίνω]] σε [[άρμα]] ή [[άλογο]] («παρελαύνων ἐφ ἅρματος», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}