πλινθεύω: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πλίνθος]]<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[χώμα]] για την [[κατασκευή]] πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῡ ὀρύγματος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλάθω]] και [[κόβω]] πλίνθους, [[πλινθουργώ]]<br /><b>3.</b> [[οικοδομώ]], [[κατασκευάζω]] [[κτίσμα]] από πλίνθους<br /><b>3.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] σε [[σχήμα]] πλίνθου, επιμήκους τετραγώνου<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>πλινθεύομαι</i><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πλινθεύεται<br />ἐξαπατᾱται»<br /><b>5.</b> (το θηλ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ [[πλινθευομένη]]<br />ειδική [[φορολογία]] για την [[κατασκευή]] πλίνθων.
|mltxt=Α [[πλίνθος]]<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[χώμα]] για την [[κατασκευή]] πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῡ ὀρύγματος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλάθω]] και [[κόβω]] πλίνθους, [[πλινθουργώ]]<br /><b>3.</b> [[οικοδομώ]], [[κατασκευάζω]] [[κτίσμα]] από πλίνθους<br /><b>3.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] σε [[σχήμα]] πλίνθου, επιμήκους τετραγώνου<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>πλινθεύομαι</i><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «πλινθεύεται<br />ἐξαπατᾱται»<br /><b>5.</b> (το θηλ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ [[πλινθευομένη]]<br />ειδική [[φορολογία]] για την [[κατασκευή]] πλίνθων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλινθεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πλίνθος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατασκευάζω]] με πλίνθους δηλ. τούβλα, <i>τὴν γῆν</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., [[κατασκευάζω]] πλίνθους, σε Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτίζω]] από πλίνθους, <i>τείχη</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] σε [[σχήμα]] πλίνθου ή τούβλου, σε Αριστοφ.
}}
}}