3,274,752
edits
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ον, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σαρδόνιος]]. | |mltxt=-α, -ον, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σαρδόνιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σαρδάνιος:''' -α, -ον ([[σαίρω]]), λέγεται [[είτε]] για το πικρό [[είτε]] για το ειρωνικό, το χλευαστικό [[γέλιο]]· <i>σαρδάνιον γελᾶν</i> (ενν. <i>γέλωτα</i>)· <i>μείδησε σαρδάνιον</i>, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, <i>γέλωτα σαρδάνιον</i>, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν <i>Σαρδόνιον</i>, ετυμολογώντας το από το [[Σαρδώ]], [[καθώς]] ένα τέτοιο [[γέλιο]] θύμιζε την [[επίδραση]] του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο [[πρόσωπο]] [[αυτού]] που το κατανάλωνε, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |