Anonymous

σαρδάνιος: Difference between revisions

From LSJ
6
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σαρδόνιος]].
|mltxt=-α, -ον, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σαρδόνιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαρδάνιος:''' -α, -ον ([[σαίρω]]), λέγεται [[είτε]] για το πικρό [[είτε]] για το ειρωνικό, το χλευαστικό [[γέλιο]]· <i>σαρδάνιον γελᾶν</i> (ενν. <i>γέλωτα</i>)· <i>μείδησε σαρδάνιον</i>, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, <i>γέλωτα σαρδάνιον</i>, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν <i>Σαρδόνιον</i>, ετυμολογώντας το από το [[Σαρδώ]], [[καθώς]] ένα τέτοιο [[γέλιο]] θύμιζε την [[επίδραση]] του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο [[πρόσωπο]] [[αυτού]] που το κατανάλωνε, σε Πλούτ.
}}
}}