3,274,498
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σαρδάνιος:''' -α, -ον ([[σαίρω]]), λέγεται [[είτε]] για το πικρό [[είτε]] για το ειρωνικό, το χλευαστικό [[γέλιο]]· <i>σαρδάνιον γελᾶν</i> (ενν. <i>γέλωτα</i>)· <i>μείδησε σαρδάνιον</i>, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, <i>γέλωτα σαρδάνιον</i>, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν <i>Σαρδόνιον</i>, ετυμολογώντας το από το [[Σαρδώ]], [[καθώς]] ένα τέτοιο [[γέλιο]] θύμιζε την [[επίδραση]] του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο [[πρόσωπο]] [[αυτού]] που το κατανάλωνε, σε Πλούτ. | |lsmtext='''σαρδάνιος:''' -α, -ον ([[σαίρω]]), λέγεται [[είτε]] για το πικρό [[είτε]] για το ειρωνικό, το χλευαστικό [[γέλιο]]· <i>σαρδάνιον γελᾶν</i> (ενν. <i>γέλωτα</i>)· <i>μείδησε σαρδάνιον</i>, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, <i>γέλωτα σαρδάνιον</i>, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν <i>Σαρδόνιον</i>, ετυμολογώντας το από το [[Σαρδώ]], [[καθώς]] ένα τέτοιο [[γέλιο]] θύμιζε την [[επίδραση]] του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο [[πρόσωπο]] [[αυτού]] που το κατανάλωνε, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σαρδάνιος:''' (δᾰ) (о смехе) язвительный, презрительный: σαρδάνιον (sc. γέλωτα) μειδιᾶν Hom. или γελᾶν Anth. язвительно улыбаться или смеяться. | |||
}} | }} |