συνεγείρω: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐγείρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφυπνίζω]], [[ξεσηκώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βοηθώ]] στην [[ανέγερση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με νεκρούς) [[ανασταίνω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον άλλον («νεκροὺς συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῑς ἐπουρανίοις», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]] συγχρόνως<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συνεγείρομαι</i><br />(για ασθενή) [[αναλαμβάνω]], αναζωογονούμαι.
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐγείρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφυπνίζω]], [[ξεσηκώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βοηθώ]] στην [[ανέγερση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με νεκρούς) [[ανασταίνω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον άλλον («νεκροὺς συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῑς ἐπουρανίοις», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]] συγχρόνως<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συνεγείρομαι</i><br />(για ασθενή) [[αναλαμβάνω]], αναζωογονούμαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεγείρω:''' μέλ. <i>-εγερῶ</i>, [[συμβάλλω]] στην [[ανύψωση]], την [[ανόρθωση]], [[εγείρω]], [[σηκώνω]] από κοινού, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., ανεγείρομαι, υψώνομαι από κοινού, στο ίδ.
}}
}}