σχιστός: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σχιστός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[σκιστός]], -ή, -ό, Ν [[σχίζω]]<br /><b>1.</b> χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή [[οδός]]» — σημερινή [[ονομασία]] του δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική [[παράδοση]], ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχίσιμο]] (α. «σχιστό [[μανίκι]]» β. «σχιστὸς [[χιτωνίσκος]]» — [[γυναικείος]] [[χιτώνας]] [[ανοιχτός]] στα [[πλάγια]], <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σχιστά τύμπανα»<br /><b>μουσ.</b> ιδιόφωνα όργανα που αποτελούνται από έναν κορμό δένδρου σκαμμένο στο εσωτερικό του [[μέσα]] από μια επιμήκη [[σχισμή]] που ανοίγεται σε ένα από τα τοιχώματά του<br />β) «σχιστή [[άργιλος]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> συμπαγές ιζηματογενές [[πέτρωμα]], με φαιό, [[συνήθως]], [[χρώμα]] και κοκκομετρική [[σύσταση]], παρόμοια με αυτήν του λουτίτη, το οποίο προέρχεται από την [[συγκόλληση]] και [[αφυδάτωση]] της αργίλου και αποχωρίζεται [[κατά]] πλάκες, παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] στρώσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός του οποίου οι χηλές τών ποδιών [[είναι]] χωρισμένες, [[σχιζόπους]]<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτός του οποίου τα φτερά [[είναι]] χωρισμένα, [[σχιζόπτερος]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί να σχιστεί, να χωριστεί, [[διαιρετός]] («σχιστὸς κατὰ [[μῆκος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Αργεῑαι σχισταί» — [[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]] <b>(Ευπ.)</b><br />β) «σχιστὸν [[κρόμμυον]]» — [[ποικιλία]] κρεμμυδιού <b>(Θεόφρ.)</b><br />γ) «σχιστὸς [[λίθος]]» — [[είδος]] λίθου της Ιβηρίας που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα (<b>Διοσκ.</b>)<br />δ) «[[λίνον]] σχιστόν» — το [[ξαντό]] (ΠΔ)<br />ε) «σχιστὸν [[γάλα]]» — [[γάλα]] που έπηξε [[μετά]] από τη [[διαδικασία]] του διαχωρισμού του τυριού από το [[τυρόγαλα]] (<b>Διοσκ.</b> <b>Γαλ.</b>)<br />στ) «σχιστὰ [[ἕλκω]]» — [[εκτελώ]] ένα συγκεκριμένο χορευτικό [[σχήμα]] (<b>[[Πολυδ]].</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχιστά</i> Ν<br />με σχιστό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[σχιστός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[σκιστός]], -ή, -ό, Ν [[σχίζω]]<br /><b>1.</b> χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή [[οδός]]» — σημερινή [[ονομασία]] του δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική [[παράδοση]], ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχίσιμο]] (α. «σχιστό [[μανίκι]]» β. «σχιστὸς [[χιτωνίσκος]]» — [[γυναικείος]] [[χιτώνας]] [[ανοιχτός]] στα [[πλάγια]], <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σχιστά τύμπανα»<br /><b>μουσ.</b> ιδιόφωνα όργανα που αποτελούνται από έναν κορμό δένδρου σκαμμένο στο εσωτερικό του [[μέσα]] από μια επιμήκη [[σχισμή]] που ανοίγεται σε ένα από τα τοιχώματά του<br />β) «σχιστή [[άργιλος]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> συμπαγές ιζηματογενές [[πέτρωμα]], με φαιό, [[συνήθως]], [[χρώμα]] και κοκκομετρική [[σύσταση]], παρόμοια με αυτήν του λουτίτη, το οποίο προέρχεται από την [[συγκόλληση]] και [[αφυδάτωση]] της αργίλου και αποχωρίζεται [[κατά]] πλάκες, παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] στρώσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός του οποίου οι χηλές τών ποδιών [[είναι]] χωρισμένες, [[σχιζόπους]]<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτός του οποίου τα φτερά [[είναι]] χωρισμένα, [[σχιζόπτερος]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί να σχιστεί, να χωριστεί, [[διαιρετός]] («σχιστὸς κατὰ [[μῆκος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Αργεῑαι σχισταί» — [[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]] <b>(Ευπ.)</b><br />β) «σχιστὸν [[κρόμμυον]]» — [[ποικιλία]] κρεμμυδιού <b>(Θεόφρ.)</b><br />γ) «σχιστὸς [[λίθος]]» — [[είδος]] λίθου της Ιβηρίας που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα (<b>Διοσκ.</b>)<br />δ) «[[λίνον]] σχιστόν» — το [[ξαντό]] (ΠΔ)<br />ε) «σχιστὸν [[γάλα]]» — [[γάλα]] που έπηξε [[μετά]] από τη [[διαδικασία]] του διαχωρισμού του τυριού από το [[τυρόγαλα]] (<b>Διοσκ.</b> <b>Γαλ.</b>)<br />στ) «σχιστὰ [[ἕλκω]]» — [[εκτελώ]] ένα συγκεκριμένο χορευτικό [[σχήμα]] (<b>[[Πολυδ]].</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχιστά</i> Ν<br />με σχιστό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχιστός:''' -ή, -όν ([[σχίζω]]), αυτός που έχει διαμεριστεί, που έχει κατατμηθεί, μοιρασμένος, διαιρεμένος, διαχωρισμένος, [[διαιρετός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}