Anonymous

σχιστός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχιστός:''' -ή, -όν ([[σχίζω]]), αυτός που έχει διαμεριστεί, που έχει κατατμηθεί, μοιρασμένος, διαιρεμένος, διαχωρισμένος, [[διαιρετός]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''σχιστός:''' -ή, -όν ([[σχίζω]]), αυτός που έχει διαμεριστεί, που έχει κατατμηθεί, μοιρασμένος, διαιρεμένος, διαχωρισμένος, [[διαιρετός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σχιστός:''' [adj. verb. к [[σχίζω]]<br /><b class="num">1)</b> расколотый, разветвленный: σχιστὴ [[ὁδός]] Soph. распутье, перекресток;<br /><b class="num">2)</b> имеющий вырез ([[ἄντυξ]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> имеющий раздвоенные копыта (sc. [[ζῷον]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> раздельноперый ([[πτερόν]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> колющийся, делящийся: σ. κατὰ [[μῆκος]] Arst. делящийся продольно, т. е. слоистый.
}}
}}