3,274,216
edits
(40) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[τείχος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ψηλό, χτιστό [[οχύρωμα]], κατασκευασμένο [[γύρω]] από μια [[πόλη]] ή [[γύρω]] από μια [[άλλη]] [[τοποθεσία]] ή [[κατά]] [[μήκος]] τών συνόρων μιας χώρας με σκοπό την [[προστασία]] και την [[εξυπηρέτηση]] της άμυνάς της (α. «το [[τείχος]] του Θεοδοσίου» β. «καὶ τεῑχος ἀπροσμάχητον τῆσδε τῆς Βυζαντίδος», Πρόδρ.<br />γ. «τὰ τείχη Ἱεριχώ», ΚΔ.<br />δ. «Ἰλιόφι κλυτὰ τείχεα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προστασία]] (α. «[[πρεσβεία]] θερμὴ καὶ τεῑχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους [[πηγή]]... Θεοτόκε», Παρ. Καν.<br />β. «τεῑχος ἰσχυρὸν τὴν Ἀνδρονίκου ψυχὴν [[ἡγούμενος]]», Λιβάν.<br />γ. «ἐγὼ ἔσομαι αὐτῇ τεῑχος πυρὸς [[κυκλόθεν]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[αδιαπέραστος]] [[φραγμός]], αξεπέραστο [[εμπόδιο]] (α. «μεγάλα κι αψηλά [[τριγύρω]] μου έκτισαν τείχη»<br />Καβάφ.<br />β. «τὸ πεπρωμένον οὐ πῡρ, οὐ σιδηροῡν σχήσει τεῑχος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μακρά τείχη» — τα τείχη που ένωναν την [[πόλη]] της Αθήνας του 5ου αιώνα με τον Πειραιά και το Φάληρο<br />β) «[[μακρόν]] [[τείχος]]» — ο [[μεταξύ]] τών [[μακρών]] τειχών [[χώρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Σινικό [[τείχος]]» ή «Μέγα Τείχος» — <b>βλ.</b> [[σινικός]]<br />β) «το [[τείχος]] τών θρήνων [ή τών δακρύων]» — [[σειρά]] ογκολίθων του δυτικού τείχους του ναού του Σολομώντος, [[ιερός]] [[τόπος]] τών Ισραηλιτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οχυρωμένος [[τόπος]], [[φρούριο]], [[κάστρο]] («παρέλαβε τὸ τεῑχος ἐν Μέμφι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> περιτειχισμένη, οχυρωμένη [[πόλη]], [[κάστρο]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τοίχος]] ναού ή οικοδομήματος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τειχέων κιθῶνες» — [[σειρά]] από τείχη (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «ξύλινον τεῑχος» <b>μτφ.</b> i) τα πλοία<br />ii) η νεκρική [[πυρά]] (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τεῖχος]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dheiĝh</i>- (<b>πρβλ.</b> [[θιγγάνω]] / [[θίγω]], λατ. <i>tingo</i>) με αρχική σημ. «[[πλάθω]] από πηλό», από την οποία προέρχονται οι σημ. «[[συσσωρεύω]] [[χώμα]], [[κτίζω]] τοίχο από [[χώμα]] ή πηλό, [[πλάθω]] αγγεία» και αντιστοιχεί με το οσκικό <i>feihuss</i> «τείχη». Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>dhoigho</i>- της ίδιας ρίζας έχει σχηματιστεί ο τ. [[τοῖχος]] (για το [[ζεύγος]] [[τεῖχος]]: [[τοῖχος]], <b>πρβλ.</b> [[γένος]]: [[γόνος]], [[τέκος]]: [[τόκος]]), ο [[οποίος]] διαφέρει σημασιολογικά από τη λ. [[τεῖχος]] και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. <i>deh</i><i>ī</i> «[[τοίχος]]», γοτθ. <i>daigs</i> «[[ζυμάρι]], [[πάστα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τειχίζω]], [[τειχίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τειχάριον]], [[τειχήεις]], [[τειχήρης]], [[τειχητός]], [[τειχικός]], [[τειχιόεις]], [[τειχύδριον]], [[τειχώ]], [[τείχωμα]], [[τειχωτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τειχεώτης]], [[τειχίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[τειχομαχώ]], [[τειχοποιός]], [[τειχοσκοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τειχεσιπλήτης]], [[τειχοδόμος]], [[τειχοκαταλύτης]], [[τειχοκρατώ]], [[τειχολέτις]], [[τειχομελής]], [[τειχοσεισμοποιός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τειχοφύλαξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τειχεσιπλήκτης]], [[τειχοκρουστώ]], [[τειχόπυργος]], [[τειχοσείστης]], [[τειχουργία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφιτειχής]], [[δυωδεκατειχής]], [[επτατειχής]], [[ευτειχής]], [[λινοτειχής]], [[μελαντειχής]], [[χαλκοτειχής]]]. | |mltxt=το / [[τείχος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ψηλό, χτιστό [[οχύρωμα]], κατασκευασμένο [[γύρω]] από μια [[πόλη]] ή [[γύρω]] από μια [[άλλη]] [[τοποθεσία]] ή [[κατά]] [[μήκος]] τών συνόρων μιας χώρας με σκοπό την [[προστασία]] και την [[εξυπηρέτηση]] της άμυνάς της (α. «το [[τείχος]] του Θεοδοσίου» β. «καὶ τεῑχος ἀπροσμάχητον τῆσδε τῆς Βυζαντίδος», Πρόδρ.<br />γ. «τὰ τείχη Ἱεριχώ», ΚΔ.<br />δ. «Ἰλιόφι κλυτὰ τείχεα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προστασία]] (α. «[[πρεσβεία]] θερμὴ καὶ τεῑχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους [[πηγή]]... Θεοτόκε», Παρ. Καν.<br />β. «τεῑχος ἰσχυρὸν τὴν Ἀνδρονίκου ψυχὴν [[ἡγούμενος]]», Λιβάν.<br />γ. «ἐγὼ ἔσομαι αὐτῇ τεῑχος πυρὸς [[κυκλόθεν]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[αδιαπέραστος]] [[φραγμός]], αξεπέραστο [[εμπόδιο]] (α. «μεγάλα κι αψηλά [[τριγύρω]] μου έκτισαν τείχη»<br />Καβάφ.<br />β. «τὸ πεπρωμένον οὐ πῡρ, οὐ σιδηροῡν σχήσει τεῑχος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μακρά τείχη» — τα τείχη που ένωναν την [[πόλη]] της Αθήνας του 5ου αιώνα με τον Πειραιά και το Φάληρο<br />β) «[[μακρόν]] [[τείχος]]» — ο [[μεταξύ]] τών [[μακρών]] τειχών [[χώρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Σινικό [[τείχος]]» ή «Μέγα Τείχος» — <b>βλ.</b> [[σινικός]]<br />β) «το [[τείχος]] τών θρήνων [ή τών δακρύων]» — [[σειρά]] ογκολίθων του δυτικού τείχους του ναού του Σολομώντος, [[ιερός]] [[τόπος]] τών Ισραηλιτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οχυρωμένος [[τόπος]], [[φρούριο]], [[κάστρο]] («παρέλαβε τὸ τεῑχος ἐν Μέμφι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> περιτειχισμένη, οχυρωμένη [[πόλη]], [[κάστρο]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[τοίχος]] ναού ή οικοδομήματος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τειχέων κιθῶνες» — [[σειρά]] από τείχη (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «ξύλινον τεῑχος» <b>μτφ.</b> i) τα πλοία<br />ii) η νεκρική [[πυρά]] (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τεῖχος]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>dheiĝh</i>- (<b>πρβλ.</b> [[θιγγάνω]] / [[θίγω]], λατ. <i>tingo</i>) με αρχική σημ. «[[πλάθω]] από πηλό», από την οποία προέρχονται οι σημ. «[[συσσωρεύω]] [[χώμα]], [[κτίζω]] τοίχο από [[χώμα]] ή πηλό, [[πλάθω]] αγγεία» και αντιστοιχεί με το οσκικό <i>feihuss</i> «τείχη». Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>dhoigho</i>- της ίδιας ρίζας έχει σχηματιστεί ο τ. [[τοῖχος]] (για το [[ζεύγος]] [[τεῖχος]]: [[τοῖχος]], <b>πρβλ.</b> [[γένος]]: [[γόνος]], [[τέκος]]: [[τόκος]]), ο [[οποίος]] διαφέρει σημασιολογικά από τη λ. [[τεῖχος]] και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. <i>deh</i><i>ī</i> «[[τοίχος]]», γοτθ. <i>daigs</i> «[[ζυμάρι]], [[πάστα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τειχίζω]], [[τειχίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[τειχάριον]], [[τειχήεις]], [[τειχήρης]], [[τειχητός]], [[τειχικός]], [[τειχιόεις]], [[τειχύδριον]], [[τειχώ]], [[τείχωμα]], [[τειχωτός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τειχεώτης]], [[τειχίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[τειχομαχώ]], [[τειχοποιός]], [[τειχοσκοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τειχεσιπλήτης]], [[τειχοδόμος]], [[τειχοκαταλύτης]], [[τειχοκρατώ]], [[τειχολέτις]], [[τειχομελής]], [[τειχοσεισμοποιός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τειχοφύλαξ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τειχεσιπλήκτης]], [[τειχοκρουστώ]], [[τειχόπυργος]], [[τειχοσείστης]], [[τειχουργία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμφιτειχής]], [[δυωδεκατειχής]], [[επτατειχής]], [[ευτειχής]], [[λινοτειχής]], [[μελαντειχής]], [[χαλκοτειχής]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τεῖχος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τείχος]]· [[ιδίως]], μεγάλο [[τείχος]] γύρω από πόλη, το [[τείχος]] της πόλης, σε ενικ. και πληθ., σε Όμηρ.· <i>τειχέων κιθῶνες</i>, χιτώνες από τείχη, δηλ. [[πολλά]] τείχη το ένα μέσα στο [[άλλο]], σε Ηρόδ.· [[τεῖχος]] ἐλαύνειν, <i>δέμειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>οἰκοδομεῖν</i>, σε Ηρόδ.· [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι, [[moenia]] [[sibi]] circumdare, στον ίδ.· επίσης, [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι τὴν πόλιν, στον ίδ.· [[τεῖχος]] ῥήξασθαι, [[προκαλώ]] [[ρήγμα]] στο [[τείχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στους πεζογράφους, [[τεῖχος]] καθαιρεῖν, <i>κατασκάπτειν</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὰ μακρὰ τείχη</i> στην Αθήνα, τείχη που ένωναν την πόλη με τα λιμάνια του Πειραιά και του Φαλήρου, τα οποία καλούνταν αντίστοιχα <i>τὸ βόρειον</i> ή Πειραϊκό, και το [[νότιον]] ή Φαληρικό [[τείχος]]· [[τεῖχος]], <i>τείχη</i>, διαφέρει από το [[τοῖχος]], όπως το Λατ. [[murus]], [[moenia]] από το [[paries]], οπως τα τείχη της πόλης από τον τοίχο του σπιτιού· πρβλ. [[τειχίον]].<br /><b class="num">II.</b> [[οποιοσδήποτε]] οχυρωμένος [[τόπος]], [[κάστρο]], [[φρούριο]], σε Ηρόδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο [[φρούριο]] ή μεμονωμένες οχυρώσεις, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> οχυρωμένη πόλη, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |