Anonymous

τεῖχος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεῖχος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τείχος]]· [[ιδίως]], μεγάλο [[τείχος]] γύρω από πόλη, το [[τείχος]] της πόλης, σε ενικ. και πληθ., σε Όμηρ.· <i>τειχέων κιθῶνες</i>, χιτώνες από τείχη, δηλ. [[πολλά]] τείχη το ένα μέσα στο [[άλλο]], σε Ηρόδ.· [[τεῖχος]] ἐλαύνειν, <i>δέμειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>οἰκοδομεῖν</i>, σε Ηρόδ.· [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι, [[moenia]] [[sibi]] circumdare, στον ίδ.· επίσης, [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι τὴν πόλιν, στον ίδ.· [[τεῖχος]] ῥήξασθαι, [[προκαλώ]] [[ρήγμα]] στο [[τείχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στους πεζογράφους, [[τεῖχος]] καθαιρεῖν, <i>κατασκάπτειν</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὰ μακρὰ τείχη</i> στην Αθήνα, τείχη που ένωναν την πόλη με τα λιμάνια του Πειραιά και του Φαλήρου, τα οποία καλούνταν αντίστοιχα <i>τὸ βόρειον</i> ή Πειραϊκό, και το [[νότιον]] ή Φαληρικό [[τείχος]]· [[τεῖχος]], <i>τείχη</i>, διαφέρει από το [[τοῖχος]], όπως το Λατ. [[murus]], [[moenia]] από το [[paries]], οπως τα τείχη της πόλης από τον τοίχο του σπιτιού· πρβλ. [[τειχίον]].<br /><b class="num">II.</b> [[οποιοσδήποτε]] οχυρωμένος [[τόπος]], [[κάστρο]], [[φρούριο]], σε Ηρόδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο [[φρούριο]] ή μεμονωμένες οχυρώσεις, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> οχυρωμένη πόλη, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''τεῖχος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[τείχος]]· [[ιδίως]], μεγάλο [[τείχος]] γύρω από πόλη, το [[τείχος]] της πόλης, σε ενικ. και πληθ., σε Όμηρ.· <i>τειχέων κιθῶνες</i>, χιτώνες από τείχη, δηλ. [[πολλά]] τείχη το ένα μέσα στο [[άλλο]], σε Ηρόδ.· [[τεῖχος]] ἐλαύνειν, <i>δέμειν</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>οἰκοδομεῖν</i>, σε Ηρόδ.· [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι, [[moenia]] [[sibi]] circumdare, στον ίδ.· επίσης, [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι τὴν πόλιν, στον ίδ.· [[τεῖχος]] ῥήξασθαι, [[προκαλώ]] [[ρήγμα]] στο [[τείχος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στους πεζογράφους, [[τεῖχος]] καθαιρεῖν, <i>κατασκάπτειν</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὰ μακρὰ τείχη</i> στην Αθήνα, τείχη που ένωναν την πόλη με τα λιμάνια του Πειραιά και του Φαλήρου, τα οποία καλούνταν αντίστοιχα <i>τὸ βόρειον</i> ή Πειραϊκό, και το [[νότιον]] ή Φαληρικό [[τείχος]]· [[τεῖχος]], <i>τείχη</i>, διαφέρει από το [[τοῖχος]], όπως το Λατ. [[murus]], [[moenia]] από το [[paries]], οπως τα τείχη της πόλης από τον τοίχο του σπιτιού· πρβλ. [[τειχίον]].<br /><b class="num">II.</b> [[οποιοσδήποτε]] οχυρωμένος [[τόπος]], [[κάστρο]], [[φρούριο]], σε Ηρόδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο [[φρούριο]] ή μεμονωμένες οχυρώσεις, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> οχυρωμένη πόλη, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''τεῖχος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> городская стена, вал, укрепление Her., Thuc., Arph., Aeschin. etc.: τὰ μακρὰ τείχη Thuc., Plat. длинные стены (линия укреплений, соединявшая Афины с Пиреем);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. укрепленный пункт, форт, крепость Her., Xen.
}}
}}