3,274,216
edits
(42) |
(6) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[τρίς]], ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[τρεις]] φορές (α. «καταδικάστηκε [[τρις]] εις θάνατον» β. «ἐν [[ταύτῃ]] τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ.<br />γ. «νῦν γὰρ [[πάρεστι]] καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και [[τρίς]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς [[τρίς]]» ή «ἐπὶ [[τρίς]]» — ώς [[τρεις]] φορές<br />β) «τρὶς ἓξ [[βάλλω]]» — [[πετυχαίνω]] την καλύτερη [[ζαριά]], [[φέρνω]] [[τρεις]] φορές εξάρες<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῑς κύβοι» — λεγόταν για τους ριψοκίνδυνους, που τά παίζουν όλα για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τρίς]] [[είναι]] σχηματισμένο από την εξασθενωμένη [[βαθμίδα]] <i>τρι</i>- του αριθμητικού [[τρεις]], [[τρία]], η οποία απαντά και ως α' συνθετικό λέξεων (<b>βλ.</b> και <i>τρι</i>-), και εμφανίζει ληκτικό -<i>ς</i> για [[αποφυγή]] χασμωδίας (<b>πρβλ.</b> <i>δις</i> [Ι])]. | |mltxt=[[τρίς]], ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[τρεις]] φορές (α. «καταδικάστηκε [[τρις]] εις θάνατον» β. «ἐν [[ταύτῃ]] τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ.<br />γ. «νῦν γὰρ [[πάρεστι]] καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και [[τρίς]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς [[τρίς]]» ή «ἐπὶ [[τρίς]]» — ώς [[τρεις]] φορές<br />β) «τρὶς ἓξ [[βάλλω]]» — [[πετυχαίνω]] την καλύτερη [[ζαριά]], [[φέρνω]] [[τρεις]] φορές εξάρες<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῑς κύβοι» — λεγόταν για τους ριψοκίνδυνους, που τά παίζουν όλα για όλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τρίς]] [[είναι]] σχηματισμένο από την εξασθενωμένη [[βαθμίδα]] <i>τρι</i>- του αριθμητικού [[τρεις]], [[τρία]], η οποία απαντά και ως α' συνθετικό λέξεων (<b>βλ.</b> και <i>τρι</i>-), και εμφανίζει ληκτικό -<i>ς</i> για [[αποφυγή]] χασμωδίας (<b>πρβλ.</b> <i>δις</i> [Ι])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρίς:''' [ῐ], επίρρ. του [[τρεῖς]], [[τρεις]] φορές, Λατ. [[ter]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τρὶς [[τόσος]], [[τρεις]] φορές [[τόσος]] ή τόσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[ἐςτρίς]], έως [[τρεις]] φορές, σε Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. για να ενισχύσει τη [[σημασία]] των σύνθετων λέξεων, όπως [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], όπως το Λατ. [[ter]] [[beatus]], [[τρισευτυχισμένος]]· παροιμ., <i>τρὶς ἓξ βαλεῖν</i>, [[επιτυγχάνω]] την άριστη [[βολή]] (από [[τρεις]] κύβους), δηλ. [[κερδίζω]], είμαι [[τυχερός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |