3,277,291
edits
(41) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α<br />(δεικτ. αντων.)<br /><b>1.</b> [[τόσος]], τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[πολύς]] («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. ή πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>τοσοῡτο</i>(<i>ν</i>), <i>τοσοῡτο</i>.<br />τόσο πολύ ή τόσο περισσότερο (α. «τοσαῡτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἤ τοσσοῡτον... ἤ ἔτι μᾱσσον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (η δοτ. εν. του ουδ. με παραθετικό ως επίρρ. επιτατικό) τόσο περισσότερο («τοσούτῳ μοι γίνεται πολεμιωτέρη ὅσῳ ἄν προβαίνῃς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) τόσο [[ψηλός]], τόσο [[μεγαλόσωμος]] («καὶ σε τοσοῡτον ἔθηκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τοσ</i>(<i>σ</i>)<i>οῡτο</i>(<i>ν</i>)<br />τόσο [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], τόσο πολύ («τοσσοῡτον ὀνήσιος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἕτερον τοσοῡτον» — [[άλλο]] τόσο (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) ἕτεροι [ή ἄλλοι] τοσοῡτοι» — άλλοι τόσοι (Ανδοκ.-<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «διὰ τοσούτου» — σε τόσο μικρή [[απόσταση]], τόσο [[κοντά]]<br />δ) «ἐκ τοσούτου» — από τόσο [[μακριά]] (<b>Ξεν.</b>)<br />ε) «[[μέχρι]] τοσούτου» — ώς τέτοιο [[σημείο]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόσος]] / [[τόσσος]], [[κατά]] το <i>οὖτος</i> (<b>πρβλ.</b> [[τοιοῦτος]]: [[τοῖος]])]. | |mltxt=τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α<br />(δεικτ. αντων.)<br /><b>1.</b> [[τόσος]], τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[πολύς]] («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. ή πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>τοσοῡτο</i>(<i>ν</i>), <i>τοσοῡτο</i>.<br />τόσο πολύ ή τόσο περισσότερο (α. «τοσαῡτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἤ τοσσοῡτον... ἤ ἔτι μᾱσσον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (η δοτ. εν. του ουδ. με παραθετικό ως επίρρ. επιτατικό) τόσο περισσότερο («τοσούτῳ μοι γίνεται πολεμιωτέρη ὅσῳ ἄν προβαίνῃς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) τόσο [[ψηλός]], τόσο [[μεγαλόσωμος]] («καὶ σε τοσοῡτον ἔθηκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τοσ</i>(<i>σ</i>)<i>οῡτο</i>(<i>ν</i>)<br />τόσο [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], τόσο πολύ («τοσσοῡτον ὀνήσιος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἕτερον τοσοῡτον» — [[άλλο]] τόσο (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) ἕτεροι [ή ἄλλοι] τοσοῡτοι» — άλλοι τόσοι (Ανδοκ.-<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «διὰ τοσούτου» — σε τόσο μικρή [[απόσταση]], τόσο [[κοντά]]<br />δ) «ἐκ τοσούτου» — από τόσο [[μακριά]] (<b>Ξεν.</b>)<br />ε) «[[μέχρι]] τοσούτου» — ώς τέτοιο [[σημείο]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόσος]] / [[τόσσος]], [[κατά]] το <i>οὖτος</i> (<b>πρβλ.</b> [[τοιοῦτος]]: [[τοῖος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τοσοῦτος:''' -αύτη, -οῦτο ή -οῦτον· Επικ. [[τοσσοῦτος]] κ.λπ.·<br /><b class="num">I.</b> αντων. = [[τόσος]], με όλες τις σημασίες, [[αλλά]] με ισχυρότερη τη δεικτική σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, τόσο [[μεγάλος]], τόσο ψηλός, [[καί]] σε τοσοῦτον [[ἔθηκα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τόσο [[μεγάλος]] στο [[αξίωμα]], τη [[δεξιότητα]] ή τον χαρακτήρα, σε Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., τόσα [[πολλά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, [[τοσοῦτος]] [[μέγαθος]], [[τόσος]] στο [[μέγεθος]], τόσο [[μεγάλος]], σε Ηρόδ.· [[τοσοῦτος]] τὸ [[βάθος]], τόσο [[βαθύς]], σε Ξεν.· με αριθμητικά επίρρ., <i>δὶςτοσοῦτος</i>, [[πολλάκις]] [[τοσοῦτος]] κ.λπ., σε Θουκ. κ.λπ.· ἕτερον [[τοσοῦτο]], [[άλλο]] τόσο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. ως ουσ., τόσο [[πολύ]], <i>τοσσοῦτον ὀνήσιος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τοσαῦτ' ἔλεξε</i>, σε Αισχύλ.· με προθ., <i>διὰ τοσούτου</i>, σε τόσο μικρή [[απόσταση]], τόσο κοντά, σε Θουκ.· ἐς [[τοσοῦτο]], ως [[τώρα]], Λατ. [[hactenus]], [[eatenus]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ [[τοσοῦτο]], από τόσο [[μακριά]], σε Ξεν.· <i>ἐν τοσούτῳ</i>, εν τω [[μεταξύ]], σε Αριστοφ.· ἐπὶ [[τοσοῦτο]], ως [[τώρα]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τοσοῦτον</i>, ως [[τώρα]], σε Πλάτ.· [[μέχρι]] τοσούτου, τόσο [[μακριά]], σε Θουκ.· <i>παρὰ τοσοῦτον κινδύνου</i>, σε τέτοιο επικείμενο κίνδυνο, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> το ουδ. επίσης ως επίρρ., τόσο [[πολύ]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> τόσο [[πολύ]], σε Όμηρ., Θουκ. κ.λπ.· [[αλλά]], η [[δοτική]] <i>τοσούτῳ</i>, είναι συνηθέστερη με τη [[συνοδεία]] συγκρ., σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |