3,277,286
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τοσοῦτος:''' -αύτη, -οῦτο ή -οῦτον· Επικ. [[τοσσοῦτος]] κ.λπ.·<br /><b class="num">I.</b> αντων. = [[τόσος]], με όλες τις σημασίες, [[αλλά]] με ισχυρότερη τη δεικτική σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, τόσο [[μεγάλος]], τόσο ψηλός, [[καί]] σε τοσοῦτον [[ἔθηκα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τόσο [[μεγάλος]] στο [[αξίωμα]], τη [[δεξιότητα]] ή τον χαρακτήρα, σε Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., τόσα [[πολλά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, [[τοσοῦτος]] [[μέγαθος]], [[τόσος]] στο [[μέγεθος]], τόσο [[μεγάλος]], σε Ηρόδ.· [[τοσοῦτος]] τὸ [[βάθος]], τόσο [[βαθύς]], σε Ξεν.· με αριθμητικά επίρρ., <i>δὶςτοσοῦτος</i>, [[πολλάκις]] [[τοσοῦτος]] κ.λπ., σε Θουκ. κ.λπ.· ἕτερον [[τοσοῦτο]], [[άλλο]] τόσο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. ως ουσ., τόσο [[πολύ]], <i>τοσσοῦτον ὀνήσιος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τοσαῦτ' ἔλεξε</i>, σε Αισχύλ.· με προθ., <i>διὰ τοσούτου</i>, σε τόσο μικρή [[απόσταση]], τόσο κοντά, σε Θουκ.· ἐς [[τοσοῦτο]], ως [[τώρα]], Λατ. [[hactenus]], [[eatenus]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ [[τοσοῦτο]], από τόσο [[μακριά]], σε Ξεν.· <i>ἐν τοσούτῳ</i>, εν τω [[μεταξύ]], σε Αριστοφ.· ἐπὶ [[τοσοῦτο]], ως [[τώρα]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τοσοῦτον</i>, ως [[τώρα]], σε Πλάτ.· [[μέχρι]] τοσούτου, τόσο [[μακριά]], σε Θουκ.· <i>παρὰ τοσοῦτον κινδύνου</i>, σε τέτοιο επικείμενο κίνδυνο, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> το ουδ. επίσης ως επίρρ., τόσο [[πολύ]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> τόσο [[πολύ]], σε Όμηρ., Θουκ. κ.λπ.· [[αλλά]], η [[δοτική]] <i>τοσούτῳ</i>, είναι συνηθέστερη με τη [[συνοδεία]] συγκρ., σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''τοσοῦτος:''' -αύτη, -οῦτο ή -οῦτον· Επικ. [[τοσσοῦτος]] κ.λπ.·<br /><b class="num">I.</b> αντων. = [[τόσος]], με όλες τις σημασίες, [[αλλά]] με ισχυρότερη τη δεικτική σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, τόσο [[μεγάλος]], τόσο ψηλός, [[καί]] σε τοσοῦτον [[ἔθηκα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τόσο [[μεγάλος]] στο [[αξίωμα]], τη [[δεξιότητα]] ή τον χαρακτήρα, σε Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., τόσα [[πολλά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, [[τοσοῦτος]] [[μέγαθος]], [[τόσος]] στο [[μέγεθος]], τόσο [[μεγάλος]], σε Ηρόδ.· [[τοσοῦτος]] τὸ [[βάθος]], τόσο [[βαθύς]], σε Ξεν.· με αριθμητικά επίρρ., <i>δὶςτοσοῦτος</i>, [[πολλάκις]] [[τοσοῦτος]] κ.λπ., σε Θουκ. κ.λπ.· ἕτερον [[τοσοῦτο]], [[άλλο]] τόσο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. ως ουσ., τόσο [[πολύ]], <i>τοσσοῦτον ὀνήσιος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τοσαῦτ' ἔλεξε</i>, σε Αισχύλ.· με προθ., <i>διὰ τοσούτου</i>, σε τόσο μικρή [[απόσταση]], τόσο κοντά, σε Θουκ.· ἐς [[τοσοῦτο]], ως [[τώρα]], Λατ. [[hactenus]], [[eatenus]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ [[τοσοῦτο]], από τόσο [[μακριά]], σε Ξεν.· <i>ἐν τοσούτῳ</i>, εν τω [[μεταξύ]], σε Αριστοφ.· ἐπὶ [[τοσοῦτο]], ως [[τώρα]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τοσοῦτον</i>, ως [[τώρα]], σε Πλάτ.· [[μέχρι]] τοσούτου, τόσο [[μακριά]], σε Θουκ.· <i>παρὰ τοσοῦτον κινδύνου</i>, σε τέτοιο επικείμενο κίνδυνο, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> το ουδ. επίσης ως επίρρ., τόσο [[πολύ]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> τόσο [[πολύ]], σε Όμηρ., Θουκ. κ.λπ.· [[αλλά]], η [[δοτική]] <i>τοσούτῳ</i>, είναι συνηθέστερη με τη [[συνοδεία]] συγκρ., σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοσοῦτος:''' [[τοσαύτη]], [[τοσοῦτο]](ν), эп. тж. [[τοσσοῦτος]] 3 столь (же) (не)большой, такой (же) (не)значительный, такой (же) (не)многочисленный: τοσσαῦτ᾽ ἔτεα Hom. столько лет; τ. τὴν ἡλικίαν или τῆς ἡλικίας Plut. в таком (молодом или пожилом) возрасте; τοσαῦτα ὅσα ἀναγκάζονται Thuc. поскольку они (к этому) вынуждены; δὶς τ. Her. вдвое больший; [[ἕτερος]] τ. Her., Thuc.; таких же размеров, столь же большой, такой же; διὰ τοσούτου Thuc. в течение такого (короткого) времени; ἐκ τοσούτου Xen. на таком расстоянии; [[μέχρι]] τοσούτου Thuc., Xen.; до тех (сих) пор; ἐν τοσούτῳ Thuc., Arph.; между тем - см. тж. τοσοῦτον. | |||
}} | }} |