ὑπερίσταμαι: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἵσταμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προστίθεμαι]] [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[πάνω]] από κάποιον<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[στέκομαι]] [[πάνω]] από κάποιον προκειμένου να του [[προσφέρω]] [[προστασία]]<br /><b>3.</b> [[υπερτερώ]].
|mltxt=ΜΑ [[ἵσταμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προστίθεμαι]] [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] [[πάνω]] από κάποιον<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[στέκομαι]] [[πάνω]] από κάποιον προκειμένου να του [[προσφέρω]] [[προστασία]]<br /><b>3.</b> [[υπερτερώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίστᾰμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· [[στέκομαι]] πάνω από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στέκομαι]] πάνω από κάποιον για [[προστασία]], [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.
}}
}}