ὑπερίσταμαι

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίστᾰμαι Medium diacritics: ὑπερίσταμαι Low diacritics: υπερίσταμαι Capitals: ΥΠΕΡΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperístamai Transliteration B: hyperistamai Transliteration C: yperistamai Beta Code: u(peri/stamai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act.:—
A stand over, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Hdt.7.17.
2 stand over one for protection, protect, τινος S.El.188 (lyr.): abs., A.R.4.370.
3 surpass, τινος J.BJ5.10.3.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵστημι), med. mit den intrans. tempp. des act., über Einem oder Einem zu Häupten stehen, τινός, Her. 7, 17; bes. über Einem zu seinem Schutze stehen, ihn vertheidigen, ἇς φίλος οὔτις ἀνὴρ ὑπερίσταται Soph. El. 181.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερστήσομαι, ao.2 ὑπερέστην, etc.
1 se tenir au-dessus de, gén.;
2 se tenir au-dessus de ou devant ; protéger, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἵσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίστᾰμαι: (aor. ὑπερέστην, pf. ὑπερέστηκα) досл. становиться сверху, перен.:
1 являться во сне: (τὸ ὄνειρον) ὑπερστὰν τοῦ Ἀρταβάνου Her. призрак, явившись во сне Артабану;
2 становиться на защиту (τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι ὑπεράνω, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Ἡρόδ. 7. 17. 2) ἵσταμαι ὑπεράνω τινός, ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, ὑπερασπίζω, προστατεύω, τινος Σοφ. Ἠλ. 188. 3) ἐπίκειμαι, τῆς γῆς Εὐστ. Πονημάτ. 201. 32. 4) ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.

Greek Monolingual

ΜΑ ἵσταμαι
μσν.
προστίθεμαι κάπου
αρχ.
1. στέκομαι πάνω από κάποιον
2. (ιδίως) στέκομαι πάνω από κάποιον προκειμένου να του προσφέρω προστασία
3. υπερτερώ.

Greek Monotonic

ὑπερίστᾰμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· στέκομαι πάνω από κάτι άλλο, με γεν., σε Ηρόδ.· ιδίως, στέκομαι πάνω από κάποιον για προστασία, προστατεύω, υπερασπίζω, τινος, σε Σοφ.

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act.:— to stand over another, c. gen., Hdt.: esp. to stand over one for protection, protect, τινος Soph.