Anonymous

ὑπερίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίστᾰμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· [[στέκομαι]] πάνω από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στέκομαι]] πάνω από κάποιον για [[προστασία]], [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπερίστᾰμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.,· [[στέκομαι]] πάνω από [[κάτι]] [[άλλο]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[στέκομαι]] πάνω από κάποιον για [[προστασία]], [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερίστᾰμαι:''' (aor. ὑπερέστην, pf. ὑπερέστηκα) досл. становиться сверху, перен.:<br /><b class="num">1)</b> являться во сне: (τὸ [[ὄνειρον]]) ὑπερστὰν τοῦ Ἀρταβάνου Her. призрак, явившись во сне Артабану;<br /><b class="num">2)</b> становиться на защиту (τινος Soph.).
}}
}}